Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Απο τον Μακεδoνικo Αγώνα...


ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΕΦΗΣ (Μακεδονομάχος) Ι870 - 1906 


Ο Σαρακατσάνος αυτός κατήγετο από το χωριό Άνω Μηλιές Μαγνησίας και σε ηλικία 35 ετών τέθηκε στις υπηρεσίας της επιτροπής του Κομιτάτου του Ελληνικού Προξενείου, που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη, με Πρόξενο τον αείμνηστο πατριώτη Λάμπρο Κορομηλά. Ο Πρόξενος θαύμασε τον ενθουσιασμό του ήρωα Γαρέφη και όταν εξοικονόμησε μόλις είκοσι έξι παλληκάρια, του ανέθεσε την αρχηγία και τον έστειλε για το πολυπαθές διαμέρισμα της Καρατζιόβας (σημερινή Αλμωπία), όπου του προσετέθησαν και άλλα τριάντα πέντε παλληκάρια ντόπια. Έτσι άρχισε τη δράση εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι με τους αρχηγούς των Λούκωφ και Καρατάσωφ, τυραννούσαν τον Ελληνικό πληθυσμό. Παπάδες και δάσκαλοι αναπτέρωσαν τα εθνικά φρονήματα των παλληκαριών και συνέδραμαν τον Καπετάν Γαρέφη, όλοι οι κάτοικοι, ιδία δε οι κτηνοτρόφοι Σαρακατσάνοι, στάθηκαν πολύτιμοι βοηθοί στο έργο του. 


Ο Κώστας Γερέφης με το σώμα του, όλοι τους Πηλιορήτες Ήρωες.
Ο Γαρέφης επί πολύ καιρό προσπαθούσε να βρει τα ίχνη των παραπάνω αναφερομένων κομιτατζήδων, μάλιστα δε τους προκαλούσε παντοιοτρόπως, μέσω των συμπαθούντων ντόπιων, αλλά δεν κατέστη εφικτό. Έτσι, όταν οι Βούλγαροι αρχηγοί, επιστράτευσαν τα καλύβια των κτηνοτρόφων στο χωριό Γραδένιστα, για να γλεντοκοπήσουν, οι τελευταίοι απέστειλαν ανθρώπους τους να ειδοποιήσουν τον Γαρέφη, όπερ και εγένετο. Ο Γαρέφης μόλις έφθασε στον τόπο εκεί που γλεντοκοπούσαν οι κομιτατζήδες, έστησε τα παλληκάρια του τριγύρω από τα καλύβια και επετέθη κεραυνοβόλως εναντίον των ορκισμένων του εχθρών και τους κατέσφαξε. Ήτο όμως μοιραία αυτή του η καταδρομή επειδή από λάθος των δικών του ανθρώπων, έπεσε ο ήρωας νεκρός, κατά την έξοδο από το καλύβι. 
Άλλες πληροφορίες θέλουν τον Καπετάν Γαρέφη να εκτελεί τους εχθρούς του με πιστόλι.

Ο θάνατος του εθνομάρτυρα
«Χρυσώνει ο ήλιος της αυγής το πράσινο λημέρι
μοιρολογάει στα κλαδιά το πρωινό τ’ αγέρι…»
Ωστόσο εκείνη η εφιαλτική νύχτα της Μπογντάνιτσας δεν είχε αυγή. Πριν ακόμα χαράξει, η νύχτα γίνηκε ξαφνικά μέρα καθώς οι τριάντα καλύβες παραδόθηκαν απ’ τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους στο πυρ για να εξασφαλιστεί έτσι το άλλοθι των Σαρακατσαναίων για την τούρκικη Αρχή. Στο μεταξύ όσοι Βούλγαροι σώθηκαν, τράπηκαν σε άτακτη φυγή κι η περιβόητη βουλγάρικη τσέτα, μένοντας ακέφαλη, διαλύθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Ο Γαρέφης, μ’ όλο το σοβαρό τραυματισμό του, επέμεινε, πριν εγκαταλείψει με τα παλικάρια του το πεδίο της μάχης, να ιδεί τ’ αποτελέσματα της συμπλοκής. Τον πήγαν λοιπόν σηκωτό τα παλικάρια του κι είδε τα πτώματα των κομιτατζήδων και τα λάφυρα. Ωστόσο το γεγονός ότι ο Λούκα δεν βρισκόταν ανάμεσα στους νεκρούς τον στενοχώρησε αφάνταστα γιατί πίστευε — κι είχε δίκιο — πως τον είχε χτυπήσει κι αυτόν καίρια όπως τον Καρατάσο.
Κατά τα χαράματα το Σώμα του ηρωικού οπλαρχηγού τράβηξε για τα ψηλώματα, πριν καταφτάσει στον τόπο της μάχης το τούρκικο ασκέρι. Ο Γαρέφης, μ’ όλους τους πόνους του, έκανε καρδιά και περπατούσε, στηριγμένος στα χέρια των ψυχογιών του. Σαν, όμως, οι πόνοι της πληγής του δυνάμωσαν, τα παλικάρια του έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο με κλαδιά, πάνω στο οποίο και τον μετέφεραν οι ψυχογιοί του Νάσιος και Γρηγόρης και οι Αριστ. Μπασδέκης και Χρ. Μπιρτζίνος. Έτσι ο πληγωμένος καπετάνιος μεταφέρθηκε στην περιοχή της Πουλτσίστας, όπου βρισκόταν το τσελιγγάτο του Γ. Γιαννακούλα, κι εκεί, στις στερνές επιθανάτιες ώρες του, φιλοξενήθηκε γι’ ασφάλεια και με μεγάλη μυστικότητα, στο φτωχοκάλυβο του Παναγιώτη Παλάσκα.
Στο μεταξύ τα περίλυπα παλικάρια του ειδοποίησαν αμέσως να ‘ρθει γιατρός εμπιστοσύνης απ’ τα Βιτώλια (Μοναστήρι), η πληγή όμως του Γαρέφη ήταν τέτοια που δεν περίμενε γιατρό. Ωστόσο το λεοντόκαρδο παλικάρι έζησε δυο ολόκληρα μερόνυχτα και στις στερνές του στιγμές η φαμίλια του Παλάσκα κι οι Γιαννακουλαίοι των συμπαραστάθηκαν με συγκινητική αφοσίωση κι απαράμιλλη ανθρωπιά.

Η οικογένεια του Σαρακατσάνου Γ.Γιαννακούλα μπροστά στην καλύβα της όπου περιέθαλψε τον Γαρέφη. Σε αυτή την καλύβα ο Μακεδονομάχος μας, άφησε την τελυταία του πνοή...
 
Προς τιμή του το γειτονικό χωριό μετονομάστηκε από Τσερνέσοβο σε Γαρέφιο, όλοι δε οι κάτοικοι της περιφερείας, ευγνώμονα αναφέρουν το όνομά του και τον τραγουδούν σε χαρές και πανηγύρια με τα παρακάτω άσματα. 



Στην εικόνα ολόσωμη αναμνηστική φωτογραφία, σε εσωτερικό χώρο (φωτογραφείο), του ένοπλου Κωνσταντίνου Γαρέφη, ντυμένου με ντουλαμά και έχοντας το όπλο του παρά πόδα. Στο στήθος του φέρει αργυρό ανδρικό κόσμημα που ονομάζεται σταυραετός. Κρατάει αραβίδα Μάνλιχερ Μ 1893 και στη ζώνη του φέρει πιστόλι Μπράουνινγκ Μ 1900. ( Από τη συλλογή φωτογραφιών του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.) Ο ντουλαμάς είναι είδος κοντού χοντρού μανδύα ή χλαίνης με χαμηλό γιακά και πτυχές στη φούστα του, που ήταν φτιαγμένος από μάλλινο εγχώριο χοντρό ύφασμα, δουλεμένο στον αργαλειό. Σήμερα οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς, φέρουν υπερήφανα την ίδια στολή, σαν απόδειξη σεβασμού στην Εθνική μας παράδοση και σαν φόρο τιμής στους ήρωες των αγώνων του Έθνους μας για την απόκτηση της ανεξαρτησίας του και λευτεριάς του και ιδιαίτερα του Μακεδονικού Αγώνα και του Παύλου Μελά.
 

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΝ. ΓΑΡΕΦΗΣ 

Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει, 
το δόλιο το Μορίχοβο και πάλι ανταριάζει. 
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια αράδα, 
Κώστας Γαρέφης πολεμάει, μ εξήντα παλικάρια. 
« Έβγα βρε Λούκωφ άτιμε, Βουλγαρο-Καρατάσωφ, 
μερόνυχτα περπάτησα, εδώθε για να φτάσω. 
Μέσα στον ήλιο, στη βροχή, στο κρύο και στην πάχνη, 
τρέχω βρε Λούκωφ άπιστε, να μετρηθούμε αντάμα. 
Δεν έχεις γέρους άρρωστους, σήμερα δω να σφάξεις, 
ούτε κορίτσια ντροπαλά, μήτε εκκλησιές να κάψεις, 
παπάδες για να τυραννάς, αγνά αθώα βρέφη, 
μον έχεις τώρα σου μπροστά, τον Κώστα το Γαρέφη ». 

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΝ. ΓΑΡΕΦΗΣ 

Τι να σας πω μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω, 
αυτός ο Τάκης Κεχαγιάς κι αυτός ο Γιώργος Μπρέλης, 
πυκνά στέλνουν τα γράμματα, μέσα στο Προξενείο. 
Ο Λούκωφ στο Μορίχοβο μαζί κι ο Καρατάσωφ, 
πολλά κορίτσια πρόσβαλαν, νύφες και παντρεμένες, 
πρόσβαλαν και μια παπαδιά, πο μεσ την Καρατζιόβα. 
Κώστας Γαρέφης σαν τ άκουσε, πολύ του κακοφάνκε 
και τα παιδιά του φώναξε και στα παιδιά του λέει: 
« Πάρτε και ζώστε τ άρματα κι αρπάξτε τα ντουφέκια ». 
Στο Βάλτο εξημέρωσε, στην Τσέγανη βραδιάζει 
και παίρνει αράδα τα μπατζιά κι όλα τα βλαχομπάτζια 
και φτάνει στο Τσερνέσοβο, στα βλάχικα καλύβια. 
« Που σαι βρε Λούκωφ άπιστε, Βούλγαρε Καρατάσωφ, 
τόσον καιρό σας κυνηγώ για να σας ανταμώσω, 
να βάψω το μαχαίρι μου, στων τύραννων το γαίμα, 
που τυραννούν τ αδέρφια μας και σφάζουν τα παιδιά μας ». 

Βιβλιογραφία: Μακεδονικός αγών, Δημητρίου Γκαβανά, Θεσσαλονίκη 1971, 
Απόστολος Αποστολίδης, Αχαρνές Αττικής 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου