Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 21 ΟΧΥΡΑ ΤΗΣ "ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΞΑ" (ΒΙΝΤΕΟ)

 28η Οκτωβρίου, η ημέρα που η Ελλάδα είπε «ΌΧΙ» στους Ιταλούς και μπήκε και επισήμως στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αυτή την ευκαιρία θυμόμαστε τα 21 οχυρά που αποτελούσαν την «Γραμμή Μεταξά». 

Την περίοδο 1936-1941, για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής, κατασκευάστηκαν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας 21 οχυρά (Γραμμή ΜΕΤΑΞΑ), στις κύριες εισόδους εισβολής…

το μήκος των υπόγειων διαδρόμων και καταφυγίων που κατασκευάστηκαν ήταν περίπου 36 χιλιόμετρα στο σύνολό τους και υποστήριζαν περισσότερα από 650 επιφανειακά έργα με όργανα πυρός και παρατήρησης.

Η οχύρωση ΜΕΤΑΞΑ είναι το μεγαλύτερο κατασκευαστικό έργο που έλαβε στη χώρα μας τον 20ο αιώνα…\

Τα σημαντικότερα σημεία εισβολής από βορρά που οχυρώθηκαν την περίοδο 1936- 1940, ήταν τα παρακάτω:

α. Όρος Μπέλες (Κερκίνης)

β. Στενωπός Ρούπελ

γ. Διάβαση Κάλη (νοτιανατολικά του χωριού Άγκιστρο)

δ. Διάβαση Περσέκ (δυτικά του Κάτω Νευροκοπίου)

ε. Υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου

στ. Λεκάνης Βώλακος

ζ. Διάβαση Εχίνου (βορείως της Ξάνθης)

η. Διάβαση Νυμφαίας (βορείως της Κομοτηνής)




Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ 1ου ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΩΝ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΒΟΛΙΩΤΩΝ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΩΝ ΤΟ 1940-41

 

Στον αύλειο χώρο του γραφείου του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Ν. Μαγνησίας βρίσκεται το Μνημείο Πεσόντων Εφέδρων Αξιωματικών Ν. Μαγνησίας, που έγινε με το υστέρημα των μελών του Συνδέσμου μας. Εκεί τιμούμε κάθε χρόνο όλους τους πεσόντες εφέδρους αξιωματικούς που έπεσαν σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους μας. Επίσης στο ίδιο μνημείο τιμούμε και όλους αυτούς που συγκρότησαν το 1ο Τάγμα Χιονοδρόμων από την Μαγνησία και το Βόλο, που υπό την διοίκηση του Ταγματάρχη Παπαρόδου έγραψαν λαμπρές σελίδες δόξας στο πεδίο των μαχών στα Βορειοηπειρωτικά βουνά.

Σας Σύνδεσμος τιμήσαμε το 2018 την μνήμη ενός από τους 25 χιονοδρόμους που πήγαν εθελοντικά με το άκουσμα της δημιουργίας του Τάγματος Χιονοδρόμων, τον αείμνηστο και γενναίο πολεμιστή Χαράλαμπο Σοφιάδη.
Ο Σύνδεσμός μας πάντα θα τιμά όλα αυτά τα παλληκάρια γέννημα θρέμμα της Μαγνησίας και του Βόλου που χωρίς κανένα δισταγμό έτρεξαν να καταταγούν στο 1ο Τάγμα Χιονοδρόμων και καταθέτουμε δάφνινο στέφανο, ως ελάχιστο φόρο τιμής για να τους τιμήσουμε και να τους πούμε ότι δεν τους ξεχνάμε και πάντα θα τους τιμούμε.
 

Στους πρώτους μήνες των πολεμικών επιχειρήσεων του 1940 εκδίδεται διαταγή με την οποία ανακοινώνεται η ίδρυση Τάγματος Χιονοδρόμων στα τέλη του έτους. Ζητείται από τα τμήματα του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου να το στελεχώσουν με τρεις λόχους, ο πρώτος από χιονοδρόμους και οι άλλοι δύο από 200 στρατιώτες εμπειροπόλεμους από ορεινές επιχειρήσεις Ευζωνικούς Λόχους. Πάνω από 25 Βολιώτες χιονοδρόμοι κατατάσσονται στο 1ο Τάγμα Χιονοδρόμων. Η διαδικτυακή σελίδα «Η Μαγνησία στο πέρασμα του Χρόνου» τίμησε τους χιονοδρόμους του Βόλου με ένα αφιέρωμα.

Τις περισσότερες πληροφορίες για τη δράση του τάγματος έχουμε κοντά στο τέλος του πολέμου. Στη μάχη στο όρος Κάμια στις 4-5 Απριλίου 1941, «οι χιονοδρόμοι εχρησίμευσαν ως σύνδεσμοι μεταξύ των προκεχωρημένων τμημάτων αποσπάσαντες την ευαρέσκιαν των ανωτέρων τους για το θάρρος, την προθυμείαν και την ταχεία εκτέλεση των αποστολών. Επίσης ως τραυματιοφορείς, με την χρήση ελκύθρων μετέφεραν ταχέως τους τραυματίας εις τους Σταθμούς Επιδέσεως» λέει ο λοχαγός Εμμ. Μπαμιέρος.
Υπάρχει όμως μια συγκεκριμένη πτυχή της ιστορίας που αξίζει. Αφορά στους Γιώργο Παππά, Πλούτωνα Λογγίδη, Γιώργο Νικολούτσο και Μπάμπη Σοφιάδη.
Στις 4 Απριλίου 1941, οι Βολιώτες χιονοδρόμοι και το Τάγμα τους επιχειρούν στην περιοχή της Κορυτσάς στο ορεινό συγκρότημα της Κάμιας, συγκεκριμένα στην κορυφή το Μνήμα της Γριάς. Σε κάποια στιγμή έρχεται μήνυμα ότι πρέπει να παραλάβουν μερικούς Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο επικεφαλής πετάει την ατάκα: «Δεν στέλνουμε αυτούς με τα σανίδια να τους πάρουν;» – εννοούσε προφανώς τα σκι. Στέλνονται ο Πλούτων Λογγίδης, ο Γιώργος Παππάς και ένας Πειραιώτης χιονοδρόμος ο Κώστας Καρατζάς. Πιθανότατα οι αιχμάλωτοι στάλθηκαν στα μετόπισθεν, αλλά οι Λογγίδης και Παππάς προσχωρήσαν και ενεπλάκησαν σε περαιτέρω συμπλοκή. Ο Ν. Στουρνάρας λέει ότι μετά από ανταλλαγές πυρών με ιταλική μονάδα, ο Λογγίδης που μιλούσε ιταλικά (είχε γεννηθεί στην Τεργέστη) έπεισε τους Ιταλούς να παραδοθούν. Αλλά η επιτυχία ήταν πρόσκαιρη γιατί εκδηλώθηκε μεγάλη ιταλική αντεπίθεση με βολές πυροβολικού και όλμων. Οι δύο Βολιώτες είναι καθηλωμένοι. Σε άλλη θέση σχετικά κοντά τους βρίσκεται ο Γιώργος Νικολούτσος. Μια από τις βολές εξερράγη ακριβώς ανάμεσα στους δύο φίλους. «Μας τίναξε ψηλά», θα πει ο Λογγίδης σε συνέντευξη του στην Θεσσαλία αρκετά χρόνια αργότερα.
«Τον Παππά τον βρήκε ένα βλήμα στον λαιμό. Το γενναίο παλικάρι κατάλαβε το τέλος του και κρατώντας με το ένα χέρι τον λαιμό του, σήκωσε το χέρι για να μας χαιρετήσει».

O Λογγίδης βαριά τραυματισμένος δεν μπορεί να μετακινηθεί. Ένας άλλος στρατιώτης-μάλλον ο Ανδρέας Μπάρτσιος, τον σκεπάζει με ένα κομμάτι από ιταλικό αντίσκηνο και γυρίζει για να στείλει τραυματιοφορείς να τον παραλάβουν. Οι τραυματιοφορείς βρίσκουν τον βαριά τραυματισμένο Λογγίδη, αλλά όχι τον Παππά. Την άλλη μέρα και αφού τα πυρά έχουν κοπάσει, φεύγει ακόμα μια αποστολή να περισυλλέξει τον Παππά. Μετά από λίγες ώρες-ο Μπάμπης Σοφιάδης μεταφέρει τα νέα στον Γιώργο Νικολούτσο που ήταν αδελφικός φίλος του Παππά. «Βρήκαμε τον Παππά στην θέση Κάμια νεκρό και τον θάψαμε. Βάλαμε για σταυρό ένα ζευγάρι σπασμένα σκι».

Συγκλονισμένος από το χαμό του φίλου ο Νικολούτσος παίρνει διαταγή να μεταφέρει με τη βοήθεια τραυματιοφορέων τον Λογγίδη στη Θεσσαλονίκη. Ο Λογγίδης είχε δεχθεί συνολικά 17 θραύσματα – επτά από τα οποία έμειναν για πάντα στο σώμα του. Τον μεταφέρουν πρώτα σε ένα ορεινό χειρουργείο. Λέει ο ίδιος ο Λογγίδης στην συνέντευξη του στη Θεσσαλία: «Την νύχτα προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε πλάτη-πλάτη και το πρωί ξημερωθήκαμε ευτυχώς ζωντανοί, ενώ από τους άλλους οι περισσότεροι τραυματίες είχαν κατά τη διάρκεια της νύχτας ξεψυχήσει. Οι βαριά τραυματισμένοι τόσο πολλοί και οι γιατροί λίγοι. Το δικό μου πόδι ετοιμάστηκε ώστε το πρωί να το κόψουν με το πριόνι». Ο Λογγίδης αρνούνταν πεισματικά να του κόψουν το πόδι, και ο Νικολούτσος συνεπικουρούσε. Οι γιατροί υπαναχωρούν και έτσι τον στέλνουν στην Κορυτσά. Συνεχίζει ο Λογγίδης: «Ακολουθεί η μεταφορά μου στην Κορυτσά όπου διανυκτερεύσαμε με τον Γιώργο Νικολούτσο. Εκεί βρήκα τον φίλο γιατρό Λάζαρο Σκούφο (χιονοδρόμος κι’ αυτός) που μου έβαλε επιτέλους το πόδι στο γύψο». Τελικά και ο Πλούτων Λογγίδης σώθηκε και το πόδι του. Σε λίγο μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Φλώρινας. Από εκεί μαζί με 400 άλλους τραυματίες φορτώνονται σε ένα τραίνο για να μεταφερθούν στην Αθήνα.

Όμως το μέτωπο καταρρέει και οι Γερμανοί προελαύνουν. Έλληνες και Εγγλέζοι ανατινάζουν πολλές γέφυρες για να δυσκολεύσουν την προέλαση των Γερμανών. Έτσι το τρένο δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του. Οι τραυματίες και ο Λογγίδης μεταφέρονται στη Σκύδρα του Νομού Πέλλης. Εκεί οι ντόπιοι τους περιθάλπουν και σώζουν πολλούς από τους τραυματίες… Στο μεταξύ η Ελλάδα έπεσε. Αρκετά μετά τη συμφωνία με τους Γερμανούς, οι τραυματίες μεταφέρονται στη Θεσσαλονίκη. Ο Λογγίδης θα γυρίσει στον Βόλο αργότερα, αφού ανάρρωσε, αλλά με πολλά βλήματα στο σώμα του. Ο Νικολούτσος ακολούθησε τη δραματική πορεία της επιστροφής όπως και άλλοι ήρωες της Αλβανίας. Περπατώντας για μέρες κατάφερε να γυρίσει στον Βόλο.
Η βολιώτικη παρέα θα ξανανταμώσει και κάποιοι από «αυτούς με τα σανίδια» θα ξαναχαρούν τα βουνά όπως πριν. Όμως κομμάτι από την καρδιά τους έμεινε στα βουνά της Αλβανίας, θαμμένο κάτω από τον σταυρό με τα σκι. Τον νεκρό Γιώργο Παππά τίμησε ο ΕΟΣ με προτομή κοντά στο καταφύγιο στις Αγριόλευκες στις 22-11-1980.

28η Οκτωβρίου 1940: Η άγνωστη επιχείρηση Ελλήνων κομάντο στο Αγαθονήσι

 Ένα περιστατικό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, διαδραματίστηκε λίγες μέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ενώ οι μάχες στις οροσειρές της Πίνδου βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου του 1940 μία μικρή ομάδα «κομάντος» έκανε απόβαση στο νησάκι Αγαθονήσι, που βρισκόταν όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, υπό ιταλική κατοχή από το 1912.Επικεφαλής της ομάδας, εμπνευστής και χρηματοδότης του εγχειρήματος ήταν ένας γιατρός από την Κάρπαθο, ο Βάσος Βεργής ο οποίος προχώρησε στην ενέργεια αυτή εκφράζοντας το πάθος του για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου που τελούσε υπό ιταλική κατοχή από το 1912 χωρίς να έχει την παραμικρή βοήθεια. Η επιχείρηση των Ελλήνων κομάντο

Με 18 «εθελοντές-κομάντος» ο Βάσος Βεργής το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου ξεκίνησε με ένα καΐκι από τη γειτονική Σάμο και τα ξημερώματα έφθασε στο Αγαθονήσι. Η ομάδα απαρτιζόταν κυρίως από κατοίκους της Σάμου και της Καρπάθου

Στο νησί βρισκόταν σταθμός χωροφυλακής με επτά «καραμπινιέρους» και ομάδα 10-15 καταδρομέων, που αιφνιδιάστηκαν από την απρόσμενη επίθεση.

Η ομάδα του Βάσου Βεργή ύστερα από σύντομη μάχη, κατέλαβε το νησί, συλλαμβάνοντας όλους τους Ιταλούς (στη μάχη σκοτώθηκαν δύο Ιταλοί στρατιώτες).

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής (το θέμα έτυχε τότε μεγάλης προβολής στις αθηναϊκές εφημερίδες) αλλά και σύμφωνα με μαρτυρίες ο ίδιος ο Βεργής που μιλούσε άπταιστα ιταλικά, ειδοποίησε τους Ιταλούς από τον ασύρματο για την επίθεση στο νησί.Τι έγραψε ο Τύπος της εποχής

Με το περιστατικό ασχολήθηκε επίσης το αμερικανικό περιοδικό TIME στο τεύχος του στις 2 Δεκεμβρίου 1940 με ένα ιδιαιτέρως κολακευτικό δημοσίευμα

Στο κατόρθωμα της ομάδας Βεργή είχε αναφερθεί επίσης η εφημερίδα «Ακρόπολις» που έγραφε στις 19 Νοεμβρίου του 1940 τα εξής:

«Έλλην, Δωδεκανήσιος, διαμένων και εργαζόμενος εις ελευθέραν Ελλάδα, την νύκτα της 17ης – 18ην Νοεμβρίου, επικεφαλής συμπατριωτών του και άλλων, απέπλευσαν εκ τινος ελληνικού όρμου δια βενζινοπλοίου και απεβιβάσθησαν εις νησίδα τινά της Δωδεκανήσου. Η ομάς αύτη επετέθη κατά του ιταλικού φυλακίου καραμπινιέρων, του οποίου ηχμαλώτισε τον σταθμάρχην και τρεις καραμπινιέρους, μετά του οπλισμού των. Εν συνεχεία επετέθη κατά του ναυτικού φυλακίου της ιδίας νησίδος με αποτέλεσμα τον φόνον τριών, εν οις και του επικεφαλής βαθμοφόρου. Οι επιδραμόντες επέστρεψαν πάντες, μετά των τεσσάρων αιχμαλώτων και του οπλισμού των, εις τον όρμον εκ του οποίου απέπλευσαν».

Το καΐκι με τους «κομάντος» σήκωσε τουρκική σημαία για να μην εντοπιστούν από τα ιταλικά αεροπλάνα και κατέφυγε στη Σάμο, ενώ οι Ιταλοί βομβάρδισαν το Αγαθονήσι και στη συνέχεια όταν κατάλαβαν τι είχε συμβεί βομβάρδισαν το Βαθύ της Σάμου.

Η κίνηση του Βάσου Βεργή στην αρχή αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και δισταγμό από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, ήταν όμως τέτοια η αποδοχή από τον λαό, που γρήγορα ο Μεταξάς άλλαξε στάση και κάλεσε το Βάσο Βεργή, αλλά και τους συντρόφους του, στην Αθήνα, τους παρασημοφόρησε σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα απένειμε τιμητικά τη θέση του ταγματάρχη του ελληνικού στρατού στον γιατρό.

Ο γιατρός Βάσος Βεργής, 60 χρόνων τότε, ήταν χειρουργός και διατηρούσε κλινική στην Αθήνα. Μετά την απόβαση, διέφυγε εκτός Ελλάδας αφού οι Ιταλοί ήξεραν για αυτόν και τον αναζήτησαν για να υποστεί τις συνέπειες. Ο Βεργής ήταν ένθερμος υποστηρικτής της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου δραστηριοποιούμενος στην Αμερική και τη Νότια Αφρική.

Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1912 ο Βάσος Βεργής συμμετείχε στο 5ο σώμα των «Γαριβαλδινών» και σε μάχη που είχε γίνει με τους Τούρκους στον Δρίσκο στα Γιάννενα, είχε τραυματιστεί σοβαρά στο χέρι. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και πέθανε σε ηλικία 94 χρόνων στην Αθήνα, όπου διέμενε.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

28η Οκτωβρίου: Το θαύμα της Παναγίας στον πόλεμο του 1940 (βίντεο)

 Κουράγιο σε όλους όσους βρέθηκαν στο μέτωπο του πολέμου του 1940, έδινε η δύναμη της πίστης, αλλά και η αγάπη προς την πατρίδα.Να σημειωθεί πως εκείνη την περίοδο, το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ο βοριάς σφύριζε μανιασμένα.Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα, ένας στρατός προχωρούσε αποφασιστικά... σκαρφάλωνε σ’ απότομες πλα­γιές...Κατέβαινε γκρεμούς...βάδιζε ασταμάτητα και κουβαλού­σε στη ράχη του μεγάλο φορτίο.

Ένα μικρό φαρμακείο, μια στρατιωτική κουβέρτα, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια φανέλα. Αλλά και τ’ όπλο του με την ξιφολόγχη και τα φυσίγγια... Παρ’ όλο το βάρος, το χιόνι και τις λάσπες... συνέχιζε τη δύσκολη πορεία του και μόνο σαν έβρισκε κάποιο χάλασμα, ή κανένα προφυλαγμένο βράχο, σταμα­τούσε λίγο, για να ξεκουραστεί.

Μέσα σ’ αυτές τις φοβερές συν­θήκες τα παλικάρια στον ιστορικό πό­λεμο του ’40, έγραψαν αθάνατες σελίδες ηρωισμού και θυσίας, πάνω στα Βορειοηπειρωτικά βουνά.

Αυτοί οι ήρωες σκαρφάλωσαν στις κορυφές του Ιβάν, της Μοράβας... κι ήταν η νίκη τους θρίαμβος! Πολε­μούσαν με τις σιδηρόφρακτες στρατιές του εχθρού και... νικούσαν.

Μαζί με τον ένδοξο ελληνικό στρα­τό ήταν και κάποιος σεμνός λευίτης, ο π. Αλέξιος. Ο ευσεβής ιερέας τριγυρνούσε ανάμεσα στους στρατιώτες, πάντα ακούραστος.

Σαν αληθινός πατέρας προ­σπαθούσε συνεχώς να τους συμπαρα­στέκεται, να τους ενισχύει, να διατη­ρεί στις ψυχές τους άσβεστη τη φλό­γα της πίστης στον Θεό και της αγά­πης στην Πατρίδα.

Παντού ο π. Αλέξιος, ακόμα και στην πρώτη γραμμή. Εκεί, που οι αν­δρείοι πολεμιστές, ρίχνονταν στη μάχη με την ξιφολόγχη στα χέρια! Εκεί!

Έτσι και κείνο το πρωί ξεκίνησε ο π. Αλέξιος, να συναντήσει το λόχο, που είχε στρατοπεδεύσει ψηλά, σε μια απόμερη πλαγιά. Σε λίγες μέρες ε­τοιμαζόταν για τη μεγάλη του επίθεση. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και σε δυο βήματα απόσταση δε μπορούσες να διακρίνεις άνθρωπο.

-Πού θα πας, παππούλη; του φώ­ναξε ο Συνταγματάρχης. Θα χαθείς μέσα στα χιόνια.

-Έχω, παιδί μου, την Παναγιά μαζί μου, απάντησε. Κι έβγαλε από τ’ αμπέχονο την εικόνα της Παναγιάς.

-Αύριο τα παιδιά θα ριχτούν στη μάχη. Πρέπει να τα ενισχύσω, με τη Χάρη του Θεού.

-Ο Θεός μαζί σου!

Ο ιερέας βάδιζε ώρες μέσα στα χιονοσκέπαστα, δύσβατα μονοπάτια. Τέλος έφτασε εκεί ψηλά, που στρα­τοπέδευε ο λόχος.

Τ’ αντίσκηνα ήταν κρυμμένα κάτω από τα χιονισμένα δέντρα. Σήμανε σωστός συναγερμός, σαν τον αντίκρισαν οι στρατιώτες. Έ­τρεξαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στη σκηνή του λοχαγού.

Πάτερ μου, φώναξε κατάπληκτος ο λοχαγός, πώς έφτασες ως εδώ πάνω;

-Μην ανησυχείς, παιδί μου, απά­ντησε ήρεμα ο π. Αλέξιος. Η Παναγιά με προστάτευσε.
Ο αξιωματικός θαύμασε την πίστη του σεβάσμιου ιερέα. Πολλές φορές στο Σύνταγμα, μιλούσαν γι’ αυτή και για τα θαύματα, που ζούσαν κοντά του.

Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.

«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας...».

Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θ. Λειτουργία και Θ. Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοι­μάζονται για το Ιερό Μυστήριο.

-Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.

Ο αξιωματικός τρόμαξε.

-Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντί­σκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.

Άρχισε η Θ. Λειτουργία.

Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».

Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύν­νεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς

Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σω­τηρία του.

Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πο­λέμου.

Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αερο­πλάνα, η Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.

Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!

Στο βίντεο που ακολουθεί, ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζιαρος, αφηγείται μπροστά στην κάμερα το συγκλονιστικό θαύμα της Παναγίας που έζησε ο ίδιος στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940. Η μαρτυρία ηλικιωμένου μαχητή αξιωματικού Ανθυπασπιστή είναι καταγεγραμμένη αναφορά στο βιβλίο του Στρατηγού Κατσιμήτρου.




ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ1940 : 80 χρόνια μετά το «ΟΧΙ» - Τι γιορτάζουμε

 

28η Οκτωβρίου 1940: Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την επέτειο του ΟΧΙ. Οι περισσότεροι από μας γνωρίζουμε ότι η μέρα αυτή σημάδεψε την Ελλάδα από τον πόλεμο του 1940 και έμεινε γνωστή ως επέτειος του «ΟΧΙ», αλλά τι ακριβώς είναι αυτό που γιορτάζουμε;

Από τότε η Ελλάδα κάθε τέτοια ημέρα γιορτάζει την επέτειο εισόδου της στον πόλεμο του '40, ενώ οι περισσότερες χώρες συνηθίζουν να γιορτάζουν την λήξη ενός πολέμου, και την έλευση της ειρήνης.

Η Ελλάδα υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία της εναντίον των φασιστικών ιταλικών δυνάμεων και μετά την εισβολή των γερμανικών ναζιστικών δυνάμεωντην άνοιξη του 1941, οργανώνει ένα από τα μαζικότερα αντιστασιακά κινήματα στον κόσμο που οδήγησε στην απελευθέρωσή του, τον Οκτώβριο του 1944.

Το χρονικό του Ελληνοιταλικού πολέμου

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 (στην Ελλάδα αναφέρεται και ως Πόλεμος του ’40 ή Έπος του ’40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας από τις Γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες επιτέθηκαν στην Ελλάδαστις 6 Απριλίου 1941.

Τη στιγμή της γερμανικής εισβολής, ο Ελληνικός στρατός είχε προελάσει στα Αλβανικά εδάφη, ως αποτέλεσμα της μέχρι τότε αποτελεσματικής αντιμετώπισης των Ιταλο-Αλβανικών δυνάμεων. Η ιταλική κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδος. Η άρνηση της Ελλάδας εορτάζεται στην Επέτειο του Όχι.

Ο τότε Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς απάντησε στον Μουσολίνι με ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΟΧΙ», το οποίο αντανακλούσε και την θέληση του μεγαλύτερου μέρους του λαού, ήταν κάτι σαν λαϊκή απαίτηση.Τα ακριβή λόγια του Μεταξά ήταν: «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο», όμως οι εφημερίδες της εποχής δεν άργησαν να γράψουν για το περίφημο «ΟΧΙ» του Πρωθυπουργού στους Ιταλούς. Η κίνηση αυτή του Μεταξά σηματοδότησε την είσοδο της, ουδέτερης μέχρι τότε, χώρας μας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.Ο Μουσολίνι με 100. 000 στρατιώτες που είχε συγκεντρωμένους στην Αλβανία, πίστευε πως θα κατακτούσε την Ελλάδα με ευκολία. Ενώ όμως στην αρχή οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν από τα σύνορα και οι Ιταλοί κατέλαβαν μικρές ελληνικές περιοχές, στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η αντεπίθεση και τα ελληνικά στρατεύματα γνωρίζουν μεγάλες επιτυχίες, όπως στη μάχη της Πίνδου, στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία, απελευθερώνοντας όλη σχεδόν την Βόρεια Ήπειρο: Άγιοι Σαράντα, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα. Μια επίθεση που έκαναν οι Ιταλοί την άνοιξη, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι Έλληνες πολεμούσαν σαν λιοντάρια.

Όταν ο Μουσολίνι αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχε για το στρατό του σωτηρία, ζήτησε τη βοήθεια του συμμάχου του, Χίτλερ. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 η ναζιστική Γερμανία επιτίθεται κατά της Ελλάδας. Και στη δεύτερη αυτή εισβολή οι Έλληνες απάντησαν και πάλι «ΟΧΙ», γράφοντας αυτή τη φορά την εποποιία των Οχυρών του Μεταξά κατά μήκος των συνόρων στη Μακεδονία. Οι Γερμανοί έσπασαν τις γραμμές άμυνας των Σέρβων, έφτασαν στην Αθήνα και τότε μόνο, περικυκλωμένοι και εντεταλμένοι από τη Διοίκηση του διαλυόμενου πλέον Ελληνικού Στρατού, οι μαχητές των οχυρών παραδόθηκαν (δεν κατακτήθηκαν στη μάχη) με ψηλά το κεφάλι. Έτσι άρχισαν τα μαύρα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής της Ελλάδας.

Για τέσσερα σχεδόν χρόνια οι Έλληνες υπέφεραν από την πείνα τις στερήσεις αλλά και από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Πολύ σύντομα όμως οι Έλληνες ξαναβρήκαν τη δύναμη να επαναστατήσουν εναντίον του εισβολέα. Οργάνωσαν αντάρτικες ομάδες στα βουνά, τύπωναν παράνομες εφημερίδες ενώ πολλοί διέφυγαν στην Αίγυπτο όπου δημιουργήθηκε ένας νέος ελληνικός στρατός, που πολέμησε μαζί με τους άλλους συμμάχους μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Το «ΟΧΙ» είναι το μέγιστο κατόρθωμα της ενότητας και αποφασιστικότητας των Ελλήνων. Είναι σταθμός με βαθύ νόημα γιατί θα συμβολίζει αιώνια την πάλη του δίκαιου με το άδικο, την πάλη για την αρετή και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η 28η Οκτωβρίου θα παραμείνει πάντα μια ζωντανή δύναμη κι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού έθνους.

Πότε ξεκίνησε να γιορτάζεται η 28η Οκτωβρίου

Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.

Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Γίνονταν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Στην δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ.

Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε, το 1952, η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.

Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Επίσης, σε πολλές χώρες του κόσμου, ελληνικές κοινότητες γιορτάζουν την Επέτειο του «ΌΧΙ».






Κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη, η επίσημη εορτή με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΑΦΙΕΡΩΜΑ - ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΠΕΖΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ

 

Ο Νικόλαος Γεωργούλας γεννήθηκε στο χωριό Ρεντίνα του Νομού Τρικάλων την 1η Ιανουαρίου 1896. Γιος του ταγματάρχη (πεζικού) Σταύρου Γεωργούλα, ακολούθησε τον πατέρα του σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος μέχρι το έτος 1914. Στην συνέχεια αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Βόλου και εισήλθε από τους πρώτους στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Το 1916 αποφοίτησε από την Σχολή Ευελπίδων με το βαθμό του Ανθυπολαγαχού και το 1919 πολέμησε σαν υπολοχαγός στο μέτωπο του Στρυμώνα και στην Κριμαία κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίων της Ρωσίας.Έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και υπήρξε από τους πρώτους που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη πολεμώντας στην πρώτη γραμμή όπου και προήχθη λόγω ανδραγαθίας σε Λοχαγό. Ο Νικόλαος Γεωργούλας υπήρξε Διοικητής του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων όπου και πολέμησε από την κήρυξη του πολέμου 28/10/1940 μέχρι την 1η Μαΐου 1941 κατά την οποία το εν λόγω Σύνταγμα διαλύθηκε.

Ο Συνταγματάρχης Πεζικού Νικόλαος Γεωργούλας ως διοικητής του 5ου Συντάγματος Πεζικού συμμετείχε με θάρρος και αυτοθυσία όπως και οι περισσότεροι Έλληνες στον αγώνα για την σωτηρία της πατρίδας. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στις χιονοσκεπείς κορυφές της Πίνδου, ο ίδιος δε προσωπικώς μέχρι του τέλους Ιανουαρίου συμμετείχε στις επιθέσεις για την κατάληψη της Κόνιτσας των υψωμάτων Ιτιά-Τσέκουρνο-Πυθάρι, Μάλι-Σιβράνι-Τοπογιάννη-Γαραντίν-Ροντέν και άλλα.

Στις 9 Μαρτίου του 1941 εκδηλώθηκε η Εαρινή Επίθεση των Ιταλών η οποία υπήρξε η πιο σφοδρή μάχη κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο ίδιος ο Benito Mousolini με όλες του τις δυνάμεις επεχείρησε την κατάληψη του υψώματος 731 με σκοπό να εμβολίσει το κεντρικό μέτωπο των Ελλήνων και έτσι να ανοίξει το δρόμο για Κλεισούρα-Πρεμετή και Ιωάννινα. Παρά την φοβερή προετοιμασία των Ιταλών με τρείς μεραρχίες από ξεκούραστους στρατιώτες, υπερδιπλάσιο αριθμό πυροβόλων και την χρήση πεντακοσίων αεροπλάνων έναντι μηδενός από Ελληνικής πλευράς το ύψωμα 731 με το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων με διοικητή τον θρυλικό πλέον Συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα αντιστάθηκε με επιτυχία μη παραχωρώντας στους Ιταλούς ούτε σπιθαμή εδάφους. Την τέταρτη ημέρα μετά την έναρξη της Εαρινής επιθέσεως το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων έχοντας τεράστιες απώλειες ελλείψη πυρομαχικών, ύπνου και τροφίμων αντικαστάθηκε από το 19ο Σύνταγμα Σερρών.

Μετά την συνθηκολόγηση της Ελλάδος και την άρνηση του να δεχθεί την άδικη «ήττα» από τους Ιταλούς τους οποίους είχε συντρίψει στο πεδίο της μάχης ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Γεωργούλας προχώρησε στην οργάνωση της αντίστασης με άλλους αξιωματικούς στην πόλη του Βόλου. Το σχέδιο του προδόθηκε, συνελήφθη από τους Ιταλούς και φυλακίστηκε με την προοπτική να σταλεί μαζί με τους άλλους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία.
Ακολούθως στις 20 Ιανουαρίου 1943 επιβιβάστηκε μαζί με άλλους συλληφθέντες στο πλοίο «Πόλη της Γένουας» προκειμένου να μεταβούν στην Ιταλία. Καθ’ οδόν όμως το πλοίο τορπιλίστηκε από Αγγλικό υποβρύχιο μεταξύ των νησιών Σάων και Αυλώνα με αποτέλεσμα να βρουν μαρτυρικό θάνατο οι περισσότεροι από τους Έλληνες αξιωματικούς μεταξύ των οποίων και ο Συνταγματάρχης Γεωργούλας.

Ο Νικόλαος Γεωργούλας γεννήθηκε στο χωριό Ρεντίνα του Νομού Τρικάλων την 1η Ιανουαρίου 1896. Γιός του ταγματάρχη (πεζικού) Σταύρου Γεωργούλα, ακολούθησε τον πατέρα του σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος μέχρι το έτος 1914. Στην συνέχεια αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Βόλου και εισήλθε από τους πρώτους στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Το 1916 αποφοίτησε από την Σχολή Ευελπίδων με το βαθμό του Ανθυπολαγαχού και το 1919 πολέμησε σαν υπολοχαγός στο μέτωπο του Στρυμώνα και στην Κριμαία κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίων της Ρωσίας.
Έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και υπήρξε από τους πρώτους που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη πολεμώντας στην πρώτη γραμμή όπου και προήχθη λόγω ανδραγαθίας σε Λοχαγό.

Το έτος 1921 στις μάχες της Κουτάχειας τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στον μηρό και από το Νοσοκομείο Σμύρνης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Βόλου όπου του απονεμήθηκε τιμητική αποστρατεία την οποία δεν απεδέχθη και προτίμησε να συνεχίσει την στρατιωτική του ζωή.

Τον Αύγουστο του 1934 επιτυχών στον διαγωνισμό μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών εισήχθη στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας «Ecole Militaire de Guere» από όπου αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1936 αριστεύοντας στο μάθημα της Γενικής Τακτικής Πολέμου, φέροντας πλέον το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου.

Το 1938 διορίστηκε καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Πολέμου στη Θεσσαλονίκη στην έδρα της Γενικής Τακτικής Πολέμου με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.

Τον Αύγουστο του 1939 ανέλαβε τον 11ον Συνοριακό τομέα με έδρα τη Φλώρινα και κατόπιν την διοίκηση του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων.

Μετά την συνθηκολόγηση της Ελλάδος και την άρνηση του να δεχθεί την άδικη «ήττα» από τους Ιταλούς τους οποίους είχε συντρίψει στο πεδίο της μάχης ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Γεωργούλας προχώρησε στην οργάνωση της αντίστασης με άλλους αξιωματικούς στην πόλη του Βόλου. Το σχέδιο του προδόθηκε, συνελήφθη από τους Ιταλούς και φυλακίστηκε με την προοπτική να σταλεί μαζί με τους άλλους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία.

Ακολούθως στις 20 Ιανουαρίου 1943 επιβιβάστηκε μαζί με άλλους συλληφθέντες στο πλοίο «Πόλη της Γένουας» προκειμένου να μεταβούν στην Ιταλία. Καθ’ οδόν όμως το πλοίο τορπιλίστηκε από Αγγλικό υποβρύχιο μεταξύ των νησιών Σάων και Αυλώνα με αποτέλεσμα να βρουν μαρτυρικό θάνατο οι περισσότεροι από τους Έλληνες αξιωματικούς μεταξύ των οποίων και ο Συνταγματάρχης Γεωργούλας.

Η πατρίδα για να τιμήσει τον ήρωα Συνταγματάρχη ονόμασε το στρατόπεδο Βόλου, Στρατόπεδο Συνταγματάρχη Πεζικού Νικολάου Γεωργούλα.

Νικόλαος Γεωργούλας: Ο θρυλικός Συνταγματάρχης του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων

Ο Νικόλαος Γεωργούλας υπήρξε Διοικητής του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων όπου και πολέμησε από την κήρυξη του πολέμου 28/10/1940 μέχρι την 1η Μαϊου 1941 κατά την οποία το εν λόγω Σύνταγμα διαλύθηκε.
Ο Συνταγματάρχης Πεζικού Νικόλαος Γεωργούλας ως διοικητής του 5ου Συντάγματος Πεζικού συμμετείχε με θάρρος και αυτοθυσία όπως και οι περισσότεροι Έλληνες στον αγώνα για την σωτηρία της πατρίδας.

Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στις χιονοσκεπείς κορυφές της Πίνδου, ο ίδιος δε προσωπικώς μέχρι του τέλους Ιανουαρίου συμμετείχε στις επιθέσεις για την κατάληψη της Κόνιτσας των υψωμάτων Ιτιά-Τσέκουρνο-Πυθάρι, Μάλι-Σιβράνι-Τοπογιάννη-Γαραντίν-Ροντέν και άλλα.

Στις 9 Μαρτίου του 1941 εκδηλώθηκε η Εαρινή Επίθεση των Ιταλών η οποία υπήρξε η πιο σφοδρή μάχη κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο ίδιος ο Benito Mousolini με όλες του τις δυνάμεις επεχείρησε την κατάληψη του υψώματος 731 με σκοπό να εμβολίσει το κεντρικό μέτωπο των Ελλήνων και έτσι να ανοίξει το δρόμο για Κλεισούρα-Πρεμετή και Ιωάννινα. Παρά την φοβερή προετοιμασία των Ιταλών με τρείς μεραρχίες από ξεκούραστους στρατιώτες, υπερδιπλάσιο αριθμό πυροβόλων και την χρήση πεντακοσίων αεροπλάνων έναντι μηδενός από Ελληνικής πλευράς το ύψωμα 731 με το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων με διοικητή τον θρυλικό πλέον Συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα αντιστάθηκε με επιτυχία μη παραχωρώντας στους Ιταλούς ούτε σπιθαμή εδάφους. Την τέταρτη ημέρα μετά την έναρξη της Εαρινής επιθέσεως το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων έχοντας τεράστιες απώλειες ελλείψη πυρομαχικών, ύπνου και τροφίμων αντικαστάθηκε από το 19ο Σύνταγμα Σερρών.

Η νίκη αυτή των Ελλήνων δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Στο διοικητή απονεμήθηκαν πολλά παράσημα μεταξύ των οποίων το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας» καθώς και σε πολλούς αξιωματικούς και οπλίτες του Συντάγματος παράσημα και ηθικές αμοιβές.

(Τα κείμενα που αναφέρονται στον Συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα έχουν γραφεί από τον γιό του κ. Σταύρο Γεωργούλα. Τα κείμενα μετά από τις κατάλληλες μορφοποιήσεις και την ανάλογη επεξεργασία έχουν αποδοθεί στη δημοτική. Αναδημοσίευση με το βιβλίο, Δημήτριος Γ. Κασλάς: Η στρτιωτική διαδρομή, ο άνθρωπος, η εποχή, Εκδόσεις Ν.ΑΜ., Δήμος Ζαγοράς, Ν.Α.Τ., Δήμος Καρδίτσας).

Αργότερα, κατά την κατοχή, ο Συνταγματάρχης Γεωργούλας με άλλους 152 αξιωματικούς συνελήφθησαν και, ενώ με το ιταλικό πλοίο «Cittá di Genova» μεταφέρονταν στην Ιταλία, συμμαχικό υποβρύχιο τορπίλισε το πλοίο στις 20 Ιανουαρίου 1943, με αποτέλεσμα να πνιγούν και να χαθούν στη θάλασσα οι 71, μεταξύ αυτών και ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Γεωργούλας και ο γενναίος υπερασπιστής της Πίνδου Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης.

Επίσης σ’ αυτό το ναυάγιο χάθηκαν από την περιοχή μας, εκτός από το Συνταγματάρχη Νικ. Γεωργούλα, που ήταν πρώτος στην στρατιωτική ιεραρχία και άλλοι επτά αξιωματικοί με τη σειρά ως εξής: Σινιώρης Δημ. Συνταγματάρχης Πεζικού, Σύρρος Σπυρ. Συν/ρχης Μηχανικού, Γιαταγάνας Ιωάν. Αντισυν/ρχης Πεζ., Σινιώρης Ευάγ. Αντισυν/ρχης Μηχαν., Ανέστης Κων. Ταγματάρχης Πυρ., Αδαμόπουλος Ανδρέας Λοχαγός Πεζ. και Λιλλής


 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ - ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟΝ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΗΡΩΑ ΤΟΥ ΥΨΩΜΑΤΟΣ 731 ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΚΑΣΛΑ


Τις πρώτες δυόμισι ώρες της επίθεσης ρίχτηκαν 100.000 βόμβες στο μικρό ύψωμα. Κάθε δευτερόλεπτο, έπεφταν 11 βλήματα. Στο τέλος της επίθεσης το «Ύψωμα 731» είχε φαγωθεί κατά πέντε μέτρα. Είχε γίνει «Ύψωμα 726».

Γραφείο Μπενίτο Μουσολίνι, Ρώμη, αρχές Μαρτίου 1941
Ο «Ντούτσε» έκλεισε με δύναμη το μαύρο βαρύ ακουστικό τού τηλεφώνου του. Τα χέρια του έτρεμαν από την ένταση. Σηκώθηκε από το τεράστιο δρύινο γραφείο του και πήγε προς το παράθυρο. Προέταξε με τον γνωστό του τρόπο το πηγούνι του, πήρε βαθιά αναπνοή και φούσκωσε, όπως έκανε στις ομιλίες του στο πλήθος. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι, ξεφούσκωσε, οι ώμοι του βάρυναν και περπάτησε άλλη μια φορά γύρω από το γραφείο του. Κάθισε βαριά στην καρέκλα. Χαμήλωσε το κεφάλι του και πέρασε τις παλάμες του επάνω από το φαλακρό κρανίο του, που είχε αρχίσει να ιδρώνει. Μόλις είχε δώσει μια βαριά υπόσχεση στον σύμμαχό του, Αδόλφο Χίτλερ: «Μέχρι το τέλος της άνοιξης θα κάνω παρέλαση στην Αθήνα». 
 
Όταν κόπασε λίγο η οργή του, πάτησε το κουμπί ενδοσυνεννόησης με τη γραμματεία του και σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μελανοχίτωνας φρουρός χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. «Φραντσέσκο, πες να μου φέρουν έναν εσπρέσο. Ααα και πού είσαι; Πες να ετοιμάσουν το αεροπλάνο μου». Σε λίγες ώρες ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο φασίστας, ο νέος Καίσαρας, ο άνθρωπος που οραματιζόταν τη Μεσόγειο σαν «Mare Nostrum», πετούσε με προορισμό τις ιταλικές θέσεις στα σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα. 
 
Ύψωμα 731, αμπρί διοικήσεως 
Ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς, με περγαμηνές από τον μικρασιατικό πόλεμο, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάτι δεν του άρεσε. Η ξαφνική σιγή των Ιταλών τον είχε βάλει σε σκέψεις. Χωρίς να φορέσει το πανωφόρι του, βγήκε έξω από το αμπρί του και άρχισε να επιθεωρεί τις θέσεις άμυνας στο ύψωμα. 
 
Το βουνό βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας και είχε καταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό τον χειμώνα του 1941. Το συγκεκριμένο ύψωμα ήταν ένα καρφί στο «μάτι» της ιταλικής πολεμικής μηχανής. Όσο παρέμενε σε ελληνικά χέρια κάθε προσπάθεια των Ιταλών ήταν καταδικασμένη. Εάν έπεφτε, τότε άνοιγε ο δρόμος για την υπόλοιπη Ελλάδα. Είχε υψόμετρο 731 μέτρα και όπως είθισται η γεωγραφική υπηρεσία το είχε ονομάσει «Ύψωμα 731». 
 
Ο ταγματάρχης φώναξε δυο λοχαγούς του και άρχισε να δείχνει με το δάχτυλό του διάφορα σημεία και να δίνει οδηγίες. Εκείνοι, που δεν είχαν καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε, απλά σημείωναν και κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους. «Θέλω να ενισχυθεί η άμυνα σε αυτό το αντέρεισμα. Σε αυτή τη ραχούλα να στηθεί ένα πολυβόλο που θα διασταυρώνει πυρά με εκείνο το πολυβόλο μας. Εδώ και εδώ να βάλλουν οι όλμοι μας. Και όλοι, μα όλοι να σκάψουν ορύγματα βάθους 80 εκατοστών και να μπουν μέσα για να είναι προφυλαγμένοι…».
 
Ο ταγματάρχης Κασλάς είχε δημιουργήσει στο μυαλό του ένα περίφημο σχέδιο άμυνας και τώρα το έστηνε όχι επί χάρτου, αλλά στην πραγματικότητα. Γνώριζε ότι οι φαντάροι και οι αξιωματικοί του ήταν διαλυμένοι και καταβεβλημένοι, όπως και εκείνος, αλλά πολύ περισσότερο γνώριζε ότι το ύψωμα δεν έπρεπε να πέσει ακόμη και εάν όλοι οι υπερασπιστές του σκοτώνονταν. 
Ο ταγματάρχης Κασλάς εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Έφαγε μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες σαν απλός φαντάρος και στη συνέχεια κλείστηκε στο αμπρί του και μελέτησε τους χάρτες. Σχεδίασε κάθε πιθανό σενάριο, καλό ή κακό, προκειμένου να μην πέσει το ύψωμα. Έφτιαξε στο μυαλό του κάθε εναλλακτική λύση για να αποτρέψει την ιταλική επίθεση. Πριν ακόμη χαράξει, βγήκε έξω σαν να ήθελε να αποτυπώσει στο μυαλό του όλη εκείνη την απίστευτη ομορφιά της πλάσης. 
 
Λίγα λεπτά αργότερα, ξεκινούσε η περίφημη ιταλική «Εαρινή Επίθεση» με τον ίδιο τον Μουσολίνι να επιβλέπει. Τα ιταλικά κανόνια άρχισαν να ξερνούν φωτιά. Οι ελληνικές θέσεις δέχονταν ένα πρωτόγνωρο σφυροκόπημα. Θύμιζε τα «μπαράζ» του πυροβολικού στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε ένα δευτερόλεπτο που περνούσε επάνω στο βουνό έσκαγαν 11 βλήματα. Καπνός, σκόνη, ουρλιαχτά, διαμελισμένα κορμιά, μυρωδιά από καμένη σάρκα, μπαρούτι, συνέθεταν ένα σκηνικό κολάσεως. 
 
Ο Κασλάς δίπλα στον ασυρματιστή του ούρλιαζε για να ακουστεί: «Στείλε: Δεχόμαστε σφοδράν επίθεσιν. Αντέχουμε». Ο ταγματάρχης ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τους Ιταλούς να πατήσουν στο «731». Κατάμαυρος από την κάπνα και τις λάσπες φώναξε τους αξιωματικούς του και στα γρήγορα, μέσα στο αμπρί του, έδωσε τη διαταγή του προς τους διοικητές των λόχων του 5ου τάγματος Πεζικού Τρικάλων: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
 
Οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες του σφοδρού βομβαρδισμού περνούσαν βασανιστικά αργά. Μέσα στα ορύγματα οι φαντάροι σιωπηλοί, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στις βόμβες που έσκαγαν δίπλα τους. Τα βλήματα σκορπούσαν τον θάνατο και τη θλίψη. Οι στρατιώτες έβλεπαν τους συναδέλφους και φίλους τους να κομματιάζονται, ένιωθαν το αίμα τους καυτό να τους πιτσιλάει. Και όσο συνέβαινε αυτό, τόσο η οργή τους ξεχείλιζε και έσφιγγαν περισσότερο το όπλο τους. 
Ο Ιταλός διοικητής Πυροβολικού, Καβαλέρο, από την Τρεμπεσίνα, όπου ήταν τα κανόνια, σίγουρος πλέον ότι δεν είχε μείνει άνθρωπος ζωντανός έπειτα από τέτοιο βομβαρδισμό, έγνεψε στον Ντούτσε, που παρακολουθούσε από κοντά, ότι πλέον το Πεζικό μπορεί να καταλάβει το ύψωμα. Οι Ιταλοί στρατιώτες καθώς πλησίαζαν αντίκρισαν ένα θέαμα που τους έκανε να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το γεμάτο δέντρα βουνό είχε μείνει φαλακρό. Τα συρματοπλέγματα είχαν καταστραφεί, τα χαρακώματα δεν υπήρχαν. Ήταν πλέον και εκείνοι σίγουροι ότι θα καταλάμβαναν εύκολα το ύψωμα. 
 
Την ίδια στιγμή μέσα στο αμπρί του ταγματάρχη, ο ασυρματιστής, του έδωσε να διαβάσει το τηλεγράφημα από τον συνταγματάρχη Κετσέα: «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων. Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».
Ο Δημήτρης Κασλάς, που δεν σταμάτησε να δίνει διαταγές, έγνεψε στον ασυρματιστή του: «Στείλε: οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
 
Η πεποίθησή του έγινε πραγματικότητα. Αν και είχαν καταστραφεί τα ελληνικά κανόνια επάνω στο ύψωμα, αν και είχαν καταστραφεί τα πυροβόλα, οι όλμοι και τα βαριά όπλα, ο Κασλάς έδωσε διαταγή προς τους φαντάρους να μην κουνηθούν από τις θέσεις τους και να μην πυροβολήσουν τους σχεδόν ακάλυπτους Ιταλούς μέχρι το σύνθημά του. Και όταν οι Ιταλοί έφτασαν κοντά, ο ταγματάρχης φώναξε «πυρ» και μια δεύτερη πύλη της κολάσεως άνοιξε, αυτή τη φορά για εκείνους. 
Με χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα, οι Έλληνες φαντάροι θέριζαν τους Ιταλούς που ακάλυπτοι δεν είχαν πού να κρυφτούν. Ήταν μια πραγματική σφαγή για τους άνδρες του Μουσολίνι. Τα νεύρα είχαν τεντωθεί τόσο, που κάποιες ομάδες Ιταλών που σήκωναν τα χέρια για να παραδοθούν εκτελέστηκαν την ίδια στιγμή. 
 
Ο ταγματάρχης Κασλάς υπερασπίστηκε με τους στρατιώτες του το «Ύψωμα 731» με αυταπάρνηση. Η «Εαρινή Επίθεση» του Μουσολίνι έσπασε στους βράχους ενός βουνού που είχε ύψος 731 μέτρα. Τα βράδια ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν επάνω από το καραφλό βουνό και έριχναν προκηρύξεις. Ο Κασλάς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτα προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας». Ο Μουσολίνι έφευγε ταπεινωμένος. Σε λίγες εβδομάδες θα χρειαζόταν ο σύμμαχός του, ο Χίτλερ, να επέμβει για να τον σώσει από την καταστροφή. 
 
Στον ταγματάρχη Κασλά, που κράτησε το «Ύψωμα 731» και απέκρουσε μέσα σε τρεις μέρες 18 μεγάλες επιθέσεις από Πυροβολικό, Αεροπορία, άρματα μάχης και επίλεκτες ιταλικές μονάδες πεζικού, απονεμήθηκαν τα εξής: Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β’ Τάγματος, Μετάλλειον στρατιωτικής αξίας Δ’ Τάξεως. Οι Ιταλοί άφησαν στους πρόποδες του υψώματος 12.000 νεκρούς. 
 
Καλοκαίρι 1943, Βόλος, χωριό Πουρί 
Ο ήρωας ταγματάρχης του «731» είχε επιστρέψει στην ησυχία τού χωριού του. Καθημερινά ασχολούνταν με τις αγροτικές δουλειές, αλλά κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να κοιμηθεί και να ησυχάσει. «Πρέπει να βγω στο βουνό. Πρέπει να πολεμήσω τους κατακτητές», σκεφτόταν και μια μέρα παρουσιάστηκε στον ΕΛΑΣ. Εντάχθηκε στη XVI Μεραρχία. Οι οργανωτικές του ικανότητες, η οξύνοιά του, το θάρρος του και η τακτική του στις μάχες δεν άργησαν να τον φέρουν ως στρατιωτικό διοικητή του 52ου Συντάγματος. 
 
Οι μάχες που έδωσε φορώντας το… δίκοχο του ΕΛΑΣ ήταν πολλές. Έδρασε κυρίως στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού και σε κάθε σύγκρουση που είχε με τα γερμανικά στρατεύματα άφηνε πίσω του μόνο νεκρούς στρατιώτες που φορούσαν τις στολές με τη νεκροκεφαλή και τους δυο κεραυνούς στο πέτο.
 
Μερικές από αυτές εναντίον του κατακτητή αλλά και των ντόπιων συνεργατών του: στο Βλάσδο (Μοσχάτο) Καρδίτσης στις 7 Μαρτίου 1944, στον Μεσενικόλα Καρδίτσης στις 18 Μαρτίου 1944, στο Παλιούρι Φθιώτιδος στις 12 Απριλίου 1944, στην περιοχή Μακρακώμης – Σπερχειάδος από τις 11-14 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου 1944. Απέκρουσε με πείσμα και έκανε να πληρώσουν ακριβά οι Γερμανοί τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους εναντίον των ανταρτών, στην κοιλάδα του Σπερχειού στις 7-20 Αυγούστου 1944. Έλαβε μέρος στη μάχη στο Λιανοκλάδι την 1η Σεπτεμβρίου 1944 και στις μάχες στην περιοχή Δομοκού στις 18-20 Οκτωβρίου 1944. 
Επίσης οργάνωσε διάφορα σαμποτάζ κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα, σε συνεργασία με Άγγλους κομάντος υπό τον Άγγλο ταγματάρχη Τζον Μόλγκαν από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 1944.
 
19 Δεκεμβρίου 1944, Πάρνηθα, Χασιά Αττικής
Το κρύο περνούσε τα πανωφόρια και τα αμπέχονα, και έφτανε μέχρι το κόκαλο. Οι άνδρες του 52ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ βρίσκονταν κρυμμένοι με πλήρη εξάρτυση και πολεμοφόδια στο δάσος της Πάρνηθας. Ήταν όλοι τους μπαρουτοκαπνισμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Περίμεναν απλά τη διαταγή από το αρχηγείο και θα κατέβαιναν από το Περιστέρι και τις άλλες δυτικές συνοικίες. Η κατάληψη της Αθήνας και η εξολόθρευση όλων των συνεργατών των Γερμανών που απολάμβαναν την κάλυψη της κυβέρνησης και κοιμόντουσαν σε ξενοδοχεία, δίχως να τους ενοχλεί κανείς, θα ήταν ζήτημα ωρών. 
 
Ο στρατιωτικός διοικητής του 52ου Δημήτρης Κασλάς κοίταζε από ψηλά τα φώτα της πόλης που άναβαν και τους καπνούς από τις διάφορες συνοικίες όπου μαίνονταν οι μάχες. «Μα είναι δυνατόν. Μας έχουν εδώ από τις 30 Νοεμβρίου και αντί να μας αμολήσουν, αφήνουν τον εφεδρικό ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ της Αθήνας να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Μα τι κάνουν; Κοιμούνται τέλος πάντων; Δεν βλέπουν ότι μας πετσοκόβουν εκεί κάτω; Τι κάνουμε εδώ;». Ο λοχαγός του ΕΛΑΣ που κάπνιζε το τσιγάρο του δίπλα από τον Κασλά δεν περίμενε απάντηση. Την ήξερε. Έσβησε την καύτρα με το σαλιωμένο δάχτυλό του και γύρισε πίσω. 
 
Μια απλή διαταγή και η ροή της ιστορίας θα είχε αλλάξει. Μια διαταγή που δεν δόθηκε στην ώρα της. Όταν έφτασε στον Κασλά και σε άλλους μπαρουτοκαπνισμένους διοικητές του ΕΛΑΣ, οι Άγγλοι είχαν γίνει ήδη κύριοι των κομβικών σημείων της πόλης, αποβίβαζαν συνέχεια στρατό από τον Πειραιά και την Ελευσίνα, και η ρομαντική περιπέτεια του βασανισμένου λαού για δημοκρατία είχε λάβει τέλος. Εκείνος ο πόλεμος ήταν προδιαγεγραμμένο από την αρχή να χαθεί. 
 
Επίλογος
Ο ήρωας ταγματάρχης του «731», ο άνθρωπος που απέκρουσε τα στρατεύματα της Ιταλίας στο ύψωμα που δεν έπρεπε να πέσει, δεν ήταν ήρωας. Η «εθνικόφρων κυβέρνηση» τον θεώρησε προδότη, Βούλγαρο, συμμορίτη, κατσαπλιά. Οι συνεργάτες των Γερμανών, αλλά και οι άκαπνοι στρατιωτικοί που περνούσαν τον χρόνο τους στα μπορντέλα και τα καφενεία της Μέσης Ανατολής, όταν ο Κασλάς πολεμούσε τους κατακτητές, επέστρεψαν με τη βοήθεια των συμμάχων στα πράγματα και τον έκριναν ως «ανεπαρκή». Το υπουργείο Στρατιωτικών ζήτησε από τον Κασλά να απολογηθεί και να αποκηρύξει τη δράση του στον ΕΛΑΣ. Δεν το έκανε. Δεν πρόδωσε τους νεκρούς στρατιώτες του. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς υπάχθηκε στον β’ πίνακα των αξιωματικών, χαρακτηρισμένος ως «επικίνδυνος με υποψία ότι θα στελέχωνε τον ΔΣΕ». Ο δρόμος που έπρεπε να πάρει ήταν ένας: Εξορία. 
Τον αποστράτευσαν «αυτεπαγγέλτως». Του ξήλωσαν τα γαλόνια. Ο Κασλάς ουδέποτε υπέγραψε δήλωση μετάνοιας. Έμεινε στην εξορία επί τρία χρόνια. Το 1948 αφέθηκε υπό περιοριστικούς όρους ελεύθερος. 
 
Τρίκαλα, 1950 
Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου της πόλης κυκλοφορούσε άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Δυο καλοντυμένοι θαμώνες του ιστορικού καφενείου «Πανελλήνιον», που απολάμβαναν τον καφέ τους, τον είδαν να περνά και δεν του έδωσαν σημασία. Μια παρέα νεαρών, όμως, σηκώθηκε από το τραπέζι της και λίγο έλειψε να πετάξει κάτω τους καφέδες και τα νερά. Έτρεξε προς τον άγνωστο άνδρα και του έκλεισε τον δρόμο. 
 
«Κύριε ταγματάρχα, εσείς;» του είπε ο ψηλότερος της παρέας. «Κύριε ταγματάρχα μας, κύριε Κασλά, πολεμήσαμε μαζί στο ‘‘731’’» του είπαν οι τρεις φίλοι με μια φωνή και στάθηκαν προσοχή μπροστά του. «Μας σώσατε τη ζωή. Σας ευγνωμονούμε για όσα κάνατε για εμάς. Πάντα θα σας ευγνωμονούμε. Και εμείς και τα παιδιά μας». 
 
Ένας αραμπάς πέρασε από δίπλα τους και έκαναν στην άκρη. Ο άγνωστος άνδρας, τους κοίταξε βαθιά και τους τρεις. Ήθελε να τους χαιρετίσει, να τους αγκαλιάσει. Δεν το έκανε. Σήκωσε τον γιακά από το παλτό του, και τους είπε ευγενικά: «Συγγνώμη, κύριοι, δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μάλλον με μπερδεύετε με κάποιον άλλον. Κάνετε κάποιο λάθος. Καλή σας ημέρα» και απομακρύνθηκε. 
Ο άγνωστος με τον υψωμένο γιακά και το καπέλο, όταν έστριψε στην πρώτη γωνία που βρήκε μπροστά του, κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα. Έκλαψε βουβά, με αναφιλητά. Ύστερα σκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε τον δρόμο του. Ο άγνωστος άνδρας πέθανε το 1966. Τον πρόδωσε η καρδιά του στα 65 του χρόνια, όπως τον πρόδωσε η πατρίδα του…
Το 1985 ο Δημήτριος Κασλάς, μετά θάνατον, προήχθη σε ταξίαρχο.
 
Πηγή: topontiki.gr –  (του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη) Το φωτογραφικό υλικό είναι από το ψηφιακό αρχείο για τον Δημήτρη Κασλά, www.kaslas.blogspot.gr 

Σύντομο βιογραφικό του Ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά

Ο Δημήτριος Γ. Κασλάς γεννήθηκε στο Πουρί του Νομού Μαγνησίας το 1901. Ήταν γιος του Γεωργίου Καζίλα του Στεργίου και της Μαρίας Καζίλα, το γένος Διακουμή. Το όνομά του από Καζίλας το άλλαξε σε Κασλάς όταν κατετάγη στον Στρατό.
Το 1920 κατετάγη κληρωτός στη Λάρισα, και τέλη Ιουλίου μεταβαίνει στη Σμύρνη, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη η Μικρασιατική Εκστρατεία. Τον Ιανουάριο του 1922 συμμετείχε σε στρατιωτικές εξετάσεις και εισήχθη με επιτυχία στον ουλαμό Έφεδρων Αξιωματικών του Αφιόν Καραχισάρ (έδωσαν εξετάσεις 1200, επέτυχαν 225, σειρά επιτυχίας 97). Στην συνέχεια ακολουθεί η κατάρρευση του μετώπου και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Απρίλιο του 1923. Αμέσως μετά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία και σε ηλικία 22 ετών ονομάζεται Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Τον Μάρτιο του 1924 κατατάσσεται στις τάξεις των μόνιμων αξιωματικών του Στρατού, και στην συνέχεια ακολουθεί μία εξαιρετική πορεία με σταθμό την περίοδο 1940 -1945. Κατά την κήρυξη του πολέμου το 1940 υπηρετούσε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων ως λοχαγός και αμέσως μετά ανέλαβε κατά την διάρκεια των μαχών τη Διοίκηση του ΙΙ/5 τάγματος όπου και προήχθη σε ταγματάρχη για ανδραγαθία στο πεδίο της μάχης. Το αποκορύφωμα της ένδοξης πορείας του τάγματος στο οποίο υπήρξε διοικητής είναι η απόκρουση της επιθέσεως που σχεδιάστηκε και εξαπολύθηκε παρουσία του ίδιου του Μουσολίνι με την ονομασία «Εαρινή Επίθεση» με διάρκεια από 9 έως 25 Μαρτίου 1941. Η επίθεση εκδηλώθηκε κυρίως εναντίον του υψώματος 731 το οποίο υπεράσπιζε το ΙΙ/5 τάγμα με διοικητή τον Δημήτριο Κασλά. Στο ύψωμα 731 συνετρίβησαν οι πανίσχυρες μεραρχίες των Ιταλών και στην ουσία μ’ αυτό τον τρόπο κρίθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου ο Δ. Κασλάς επέστρεψε στο Πουρί και κατά την Γερμανοϊταλική κατοχή λαμβάνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση στις τάξεις του ΕΛΑΣ ως Διοικητής του 52ου Συντάγματος. Το Σύνταγμα δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή Λαμίας – Καρπενησίου –Καρδίτσας με πολύ μεγάλες επιτυχίες. Για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα μετά την απελευθέρωση εξορίστηκε από το 1945 έως το 1948 στα νησιά Σέριφο – Ικαρία - Σαντορίνη. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1985 προήχθη, μετά θάνατον , σε ταξίαρχο. Απεβίωσε στις 22-2-1966 από καρδιακό επεισόδιο ενώ είχε προηγηθεί και εγκεφαλικό. Του είχαν απονεμηθεί: Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β΄ Τάγματος, Μετάλλειον στρατιωτικής αξίας Δ΄ Τάξεως.