Σε γνωρίζω από την κόψη του φωτός την τρομερή,
απ΄ το θαλασσινό ανέμισμα του δωρικού χιτώνα,
σε γνωρίζω από το μουτσάτσο με τον αμνό πάνω στους ώμους,
απ΄ την παρατριβή της ελιάς στον ουρανίσκο του ξωμάχου,
απ΄ την κοψιά της Νίκης που της λύνεται το σανδάλι,
σε γνωρίζω απ΄ το βασιλικό στη γλάστρα του μεσημεριού,
απ΄ το ΌΧΙ που γέμισε δάφνες την Πίνδο,
απ΄ τη Γοργόνα που ρωτάει το ναυτικό: Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;
σε γνωρίζω από τις γαλάζιες χάντρες της οδού Πανδρόσου,
από το ποτήρι για τη λευτεριά που ο Έκτορας υψώνει στη ραψωδία H της Ιλιάδας,
από τις Σουλιώτισες που ρίχτηκαν η μία μετά την άλλη στο γκρεμό,
απ΄ το μαστίγιο που μαστίγωσε εκατό φορές τον Ελλήσποντο,
σε γνωρίζω από τον Μανόλη Γλέζο που σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη
σε γνωρίζω από το μουτσάτσο με τον αμνό πάνω στους ώμους,
απ΄ την παρατριβή της ελιάς στον ουρανίσκο του ξωμάχου,
απ΄ την κοψιά της Νίκης που της λύνεται το σανδάλι,
σε γνωρίζω απ΄ το βασιλικό στη γλάστρα του μεσημεριού,
απ΄ το ΌΧΙ που γέμισε δάφνες την Πίνδο,
απ΄ τη Γοργόνα που ρωτάει το ναυτικό: Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;
σε γνωρίζω από τις γαλάζιες χάντρες της οδού Πανδρόσου,
από το ποτήρι για τη λευτεριά που ο Έκτορας υψώνει στη ραψωδία H της Ιλιάδας,
από τις Σουλιώτισες που ρίχτηκαν η μία μετά την άλλη στο γκρεμό,
απ΄ το μαστίγιο που μαστίγωσε εκατό φορές τον Ελλήσποντο,
σε γνωρίζω από τον Μανόλη Γλέζο που σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη
και κατέβασε τη γερμανική σημαία,
από την οδό Λέπσιους 10 της Αλεξάνδρειας όπου έζησε ο Καβάφης,
από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που έριξε κάτω το σκήπτρο και το στέμμα
από την οδό Λέπσιους 10 της Αλεξάνδρειας όπου έζησε ο Καβάφης,
από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που έριξε κάτω το σκήπτρο και το στέμμα
και πέθανε σαν ένας απλός στρατιώτης,
σε γνωρίζω από τον Γιώργο Τερτσέτη (l800-l874), ελάσσονα ποιητή,
από την ταβέρνα του Κώστα όπου υπήρξα ευτυχής,
από τη λέξη θάλασσα, από το μάτι του φυλαχτού,
από το Ζ που είναι χαραγμένο στους τοίχους του Άδη.
σε γνωρίζω από τον Γιώργο Τερτσέτη (l800-l874), ελάσσονα ποιητή,
από την ταβέρνα του Κώστα όπου υπήρξα ευτυχής,
από τη λέξη θάλασσα, από το μάτι του φυλαχτού,
από το Ζ που είναι χαραγμένο στους τοίχους του Άδη.
(Οράσιο Καστίγιο, Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα,
Μετάφραση Χαράλαμπος Δήμου, Εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2012.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου