Πολιτικός και τραπεζίτης από την Κρήτη. Διετέλεσε πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή, κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ο Εμμανουήλ Τσουδερός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1882. Ήταν γόνος επιφανούς κρητικής οικογένειας με ρίζες στο Βυζάντιο, γιος του αγωνιστή και πολιτικού Ιωάννη Τσουδερού (1851-1908). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές επιστήμες στο Παρίσι και το Λονδίνο. Διετέλεσε βουλευτής Ρεθύμνης στην Κρητική Βουλή (1906-1912), αντιπρόεδρος της Συνέλευσης των Κρητών και αντιπρόσωπός της στην Αθήνα (1911-1912). Το ίδιο δε διάστημα ήταν Επίτροπος Δημοσίας Ασφάλειας και Δημοσίων Έργων στη Διοικητική Επιτροπή Κρήτης.
Μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα (1 Δεκεμβρίου 1913) εκλέχθηκε στη Βουλή των Ελλήνων βουλευτής Ρεθύμνης με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1915 και επανεκλέχθηκε το 1920 και το 1923. Το 1924 ανέλαβε το Υπουργείο Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Βενιζέλου και την ίδια χρονιά το Υπουργείο Οικονομικών στις κυβερνήσεις Καφαντάρη, Παπαναστασίου και Σοφούλη.
Το 1925 διορίσθηκε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας και από τη θέση αυτή μετέσχε στις διαπραγματεύσεις με την Κοινωνία των Εθνών για τη δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος και τη σύναψη του τριμερούς δανείου (1927-1928). Στις 21 Απριλίου 1928 ανέλαβε υποδιοικητής της νεοσύστατης Τράπεζας της Ελλάδας με διοικητή τον Αλέξανδρο Διομήδη και στις 31 Οκτωβρίου 1931 τη διοίκηση της ΤτΕ, σε μία ιδιαίτερη δύσκολη στιγμή για την ελληνική οικονομία, η οποία δοκιμαζόταν από τη διεθνή κρίση του 1929. Τα μέτρα συναλλαγματικών περιορισμών για την προστασία της δραχμής, που είχε εισηγηθεί με τον προκάτοχό του Αλέξανδρο Διομήδη, δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τις κερδοσκοπικές πιέσεις στο εθνικό νόμισμα.
Ο Τσουδερός κατηγόρησε το συγκρότημα της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο ήταν αντίθετο με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδας, ως υπεύθυνο για την «απαισίαν αυτήν κερδοσκοπίαν», που οδηγούσαν στην υποτίμηση της δραχμής και τη δημοσιονομική πτώχευση (1 Μαΐου 1932). Ο Τσουδερός παρέμεινε πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας έως τις 10 Ιουλίου 1939, όταν εκπαραθυρώθηκε από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, επειδή θεωρήθηκε ότι συνωμοτούσε κατά του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, και εκτοπίστηκε στη Δελαγράτσια της Σύρου. Τον διαδέχθηκε ο μεγάλος του αντίπαλος Ιωάννης Δροσόπουλος, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει «εθνική συμφορά», όταν ανέλαβε τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας.
Στις 21 Απριλίου του 1941 κι ενώ οι Γερμανοί εισβολείς βάδιζαν ολοταχώς προς την Αθήνα, ο Τσουδερός αποδέχθηκε την πρόταση του βασιλιά Γεωργίου Β' να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας, σε αντικατάσταση του Αλεξάνδρου Κορυζή, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει τρεις ημέρες νωρίτερα. Στις 23 Απριλίου, η κυβέρνηση Τσουδερού, με τη βασιλική οικογένεια μετακινήθηκε στην Κρήτη και από εκεί, ένα μήνα αργότερα, κατέφυγε στο Κάιρο της Αιγύπτου, στην έδρα της εκεί βρετανικής συμμαχίας, θέτοντας τις μονάδες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και αεροπορίας υπό τη βρετανική επιχειρησιακή διοίκηση.
Τον Μάρτιο του 1944 η «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης» (ΠΕΕΑ), γνωστή και ως «Κυβέρνηση του Βουνού», ζήτησε την παραίτηση Τσουδερού και τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με βάση την ΠΕΕΑ. Ο Τσουδερός αρνήθηκε και υπό την πίεση των Βρετανών, που δεν διέβλεπαν με φιλικό μάτι μία ελληνική κυβέρνηση που δεν θα ήλεγχαν οι ίδιοι. Ακολούθησε η εξέγερση των εξόριστων Ελλήνων στρατιωτών, που πρόσκειντο φιλικά προς το ΕΑΜ. Έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, ο Τσουδερός παραιτήθηκε στις 14 Απριλίου 1944.
Στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ο Τσουδερός χρημάτισε αντιπρόεδρος και υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Σοφούλη (22 Νοεμβρίου 1945 - 4 Απριλίου 1946). Τον Οκτώβριο του 1946 σχημάτισε το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, με το οποίο το 1950 συμμετείχε στην ίδρυση της ΕΠΕΚ, ως βουλευτής Πειραιώς. Το 1952 ως βουλευτής Αθηνών ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Παπάγου (19 Νοεμβρίου 1952 - 6 Οκτωβρίου 1955).
Ο Εμμανουήλ Τσουδερός πέθανε στην πόλη Νέρβι της Ιταλίας, όπου είχε μεταβεί για αναψυχή, στις 10 Φεβρουαρίου 1956. Την πολιτική δράση της οικογένειας Τσουδερού συνέχισαν τα δύο παιδιά του, ο κοινωνιολόγος Ιωάννης Τσουδερός (1923-1997) και η οικονομολόγος Βιργινία Τσουδερού (1924-), η οποία το 1990 δημοσίευσε σε έξι τόμους το αρχείο του πατέρα της. Στο συγγραφικό έργο του Εμμανουήλ Τσουδερού περιλαμβάνονται και τα βιβλία:
- Το Κρητικόν Πολίτευμα του 1896 (1903)
- Η οικονομική ανόρθωσις της Ελλάδος (1920)
- Η νέα Ουγγαρία και το μέλλον της (1920)
- Η αποζημίωσις των Ελλήνων προσφύγων (1920)
- Η αποζημίωσις των ανταλλαξίμων (1927)
- Η Τράπεζα της Ελλάδος (1928)
- Λόγοι ενός χρόνου (1942)
- Τριετής Κυβερνητική Εργασία (1944)
- Ελληνικαί ανωμαλίαι στην Μέση Ανατολή (1945)
- Γνώμες και Λόγοι (1946)
- Επισιτισμός (1941-1944)-Μέση Ανατολή (1948)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου