Αριστουργηματικές φωτογραφίες από την Ελλάδα του 1900-1946: Όταν η Ακρόπολη είχε ακόμα πρόβατα
O φωτογραφικός θησαυρός του φιλέλληλα Φρεντ Μπουασονά (1903-1930)
Ο Ελβετός Φρεντ Μπουασονά απαθανάτιζε τοπία και ανθρώπους της Ελλάδας πριν από 100 χρόνια.
O Φιλέλληνας Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος
φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και
για περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως
την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε,
φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για
την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις
φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας
του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής
γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο. Η οικογένεια των Boissonnas
κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη
Μασσαλία.
Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.(Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001 σ. 18.) Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του , όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Πρόβατα κάτω από την Ακρόπολη, 1903
Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18-6-1858.
Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva). (Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983). Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα.
Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880. Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο.
Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο. Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως. Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον σε πολύ μικρά διαστήματα, της τάξης του 1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge) (βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.). Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις κλπ. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους.
Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για ένα πορτρέτο. Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas (O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Fred εργάστηκε σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.) είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες φωτογραφικές πλάκες. Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα. ( O Edmond Boissonnas δεν ανακάλυψε την εωσίνη. Μερικοί φωτογράφοι τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.)
Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.
Άποψη της Ακρόπολης από το Θησειο,1920
Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παράγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…».
Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy,( Ο Daniel Baud-Bovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Είχαν συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης» και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση) πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών, και - μαζί με τις συζύγους τους- αναχώρησε για την Ελλάδα. Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού.
Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του. Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους.
Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. (Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.) Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία). Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας). (Βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921,Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.) Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη.
Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος . (Την ίδια εποχή τα μνημεία της Ελλάδας τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001). Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μ. που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση.
Αθήνα, οδός Ερμού 1920
Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς
από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον
Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή. Το 1908 ο Fred ταξίδεψε και
πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στην
Επίδαυρο, στην Αττική και κατέληξαν στα Μετέωρα. Τον Αύγουστο του 1910
κυκλοφόρησε το λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux» (Στην Ελλάδα
μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές των Fred και
Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα, σύντομα
εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους. Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
Το 1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard (Διάσημος Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος μετέφρασε την «Οδύσσεια» στα γαλλικά.) στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά. (βλ. ημερολόγιο F. Boissonnas). Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’ Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred.
Τον Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά ήρθαν «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς πολέμους. (Το 1913-14 ο Fred έλαβε από τον τότε έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και πρώην υπουργό των Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο και το πενιχρό ποσό των 5.000 δρχ. που είχε εγκρίνει το 1907 ο Γεώργιος ο Α΄. βλ. Ειρήνη Μπουντούρη. Η οικογένεια Boissonnas και η «προβολή των ελληνικών θέσεων», Μικρά Ασία ο.π. σ. 35.) Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» ( Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grèce». Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα.
Βοσκοί στην κορυφή του Παρνασσού, 1903
Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού παρελθόντος,
συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής. Η
παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική. Τέλος, η έξοχη
ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης με τις ιερές
βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο αυθεντικό
εκφραστή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό! Μετά την Ήπειρο, ο Fred και
ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου ελληνικού στρατού και
έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες χώρες»
που απελευθερώθηκαν. Στις 2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο,
κατέκτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι
τότε παρέμενε απάτητη. (Στον Όλυμπο ανέβηκαν άλλες δύο φορές: το 1919
και το 1927.)
Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…» ( Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον υπουργό των εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…». Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Νο 553.).
Αθήνα, Πλάκα, 1920
Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ του Fred
και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας
έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που
υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς
λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L’ Hellénisme d’ Asie
Mineure). (Το συμβόλαιο αυτό φυλάσσεται στην Υπηρεσία Διπλωματικού και
Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών. (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας
1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Αριθ. Πρωτ. 2907.)
Οι εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην
ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και – ταυτόχρονα – προλειαίνουν το έδαφος
και για τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Με
την αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και
θαύμαζε το έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της
εικόνας» έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.
Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων λευκωμάτων. (…Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.) . Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18».
Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών. (Στο σημείο αυτό ο N. Bouvier γράφει λανθασμένα ότι: «…Τα σχέδια τους ακυρώθηκαν από τα γεγονότα: ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία..» Όπως βλέπoυμε όμως το εμπορικό δαιμόνιο του Fred τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά, αν και οι καθυστερήσεις των συμφωνηθέντων ποσών από την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες.
Στις επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη προς το υπουργείο του περιγράφεται με μελανά χρώματα η κατάσταση: «…Ευρισκόμεθα δ’ εν δυσχερεστάτη θέσει, διότι ο κ. Boissonnas δεν παύει απευθυνόμενος προς τε το Προξενείον και ημάς, αιτούμενος την ταχίστην αποστολήν της ληξιπροθέσμου απαιτήσεώς του…» 24-12-1921 και «…ευαρεστούμενοι χορηγήση μοι σχετικάς οδηγίας, δυναμένας ίσως να λυτρώσωσι την Βασιλικήν Πρεσβείαν των απαύστων οχλήσεων του αναφερομένου καλλιτέχνου…» 19-6-1922, Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) . Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau.
Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος. (FRED BOISSONNAS, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930, κείμενα BETRAND BOUVIÉR, ΑΜΜΟΣ, 1994.) Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του κείμενα. Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του.
Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε, το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele. Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό.
(Με πληροφορίες από: thesprotia-news)
Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.(Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001 σ. 18.) Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του , όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Πρόβατα κάτω από την Ακρόπολη, 1903
Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva). (Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983). Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα.
Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880. Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο.
Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο. Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως. Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον σε πολύ μικρά διαστήματα, της τάξης του 1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge) (βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.). Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις κλπ. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους.
Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για ένα πορτρέτο. Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas (O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Fred εργάστηκε σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.) είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες φωτογραφικές πλάκες. Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα. ( O Edmond Boissonnas δεν ανακάλυψε την εωσίνη. Μερικοί φωτογράφοι τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.)
Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.
Άποψη της Ακρόπολης από το Θησειο,1920
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παράγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…».
Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy,( Ο Daniel Baud-Bovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Είχαν συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης» και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση) πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών, και - μαζί με τις συζύγους τους- αναχώρησε για την Ελλάδα. Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού.
Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του. Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους.
Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. (Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.) Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία). Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας). (Βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921,Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.) Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη.
Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος . (Την ίδια εποχή τα μνημεία της Ελλάδας τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001). Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μ. που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση.
Αθήνα, οδός Ερμού 1920
Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους. Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
Το 1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard (Διάσημος Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος μετέφρασε την «Οδύσσεια» στα γαλλικά.) στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά. (βλ. ημερολόγιο F. Boissonnas). Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’ Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred.
Τον Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά ήρθαν «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς πολέμους. (Το 1913-14 ο Fred έλαβε από τον τότε έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και πρώην υπουργό των Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο και το πενιχρό ποσό των 5.000 δρχ. που είχε εγκρίνει το 1907 ο Γεώργιος ο Α΄. βλ. Ειρήνη Μπουντούρη. Η οικογένεια Boissonnas και η «προβολή των ελληνικών θέσεων», Μικρά Ασία ο.π. σ. 35.) Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» ( Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grèce». Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα.
Βοσκοί στην κορυφή του Παρνασσού, 1903
Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…» ( Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον υπουργό των εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…». Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Νο 553.).
Αθήνα, Πλάκα, 1920
Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων λευκωμάτων. (…Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.) . Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18».
Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών. (Στο σημείο αυτό ο N. Bouvier γράφει λανθασμένα ότι: «…Τα σχέδια τους ακυρώθηκαν από τα γεγονότα: ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία..» Όπως βλέπoυμε όμως το εμπορικό δαιμόνιο του Fred τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά, αν και οι καθυστερήσεις των συμφωνηθέντων ποσών από την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες.
Στις επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη προς το υπουργείο του περιγράφεται με μελανά χρώματα η κατάσταση: «…Ευρισκόμεθα δ’ εν δυσχερεστάτη θέσει, διότι ο κ. Boissonnas δεν παύει απευθυνόμενος προς τε το Προξενείον και ημάς, αιτούμενος την ταχίστην αποστολήν της ληξιπροθέσμου απαιτήσεώς του…» 24-12-1921 και «…ευαρεστούμενοι χορηγήση μοι σχετικάς οδηγίας, δυναμένας ίσως να λυτρώσωσι την Βασιλικήν Πρεσβείαν των απαύστων οχλήσεων του αναφερομένου καλλιτέχνου…» 19-6-1922, Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) . Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau.
Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος. (FRED BOISSONNAS, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930, κείμενα BETRAND BOUVIÉR, ΑΜΜΟΣ, 1994.) Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του κείμενα. Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του.
Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε, το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele. Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό.
(Με πληροφορίες από: thesprotia-news)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου