1. Προϋποθέσεις και λόγοι δημιουργίας
Με το αυτοκρατορικό διάταγμα της 18ης Φεβρουαρίου 1784 η Μπαλακλάβα2 ορίστηκε έδρα του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού. Σύμπασα η δύναμή του, δηλαδή το εμπειροπόλεμο χερσαίο και ναυτικό στοιχείο όλων των βαθμίδων (ανώτεροι, κατώτεροι, επιτελικοί αξιωματικοί και στρατιώτες) με ή χωρίς οικογενειακή πλαισίωση, συγκρότησαν τον αμιγώς στρατιωτικού χαρακτήρα παροικιακό πυρήνα3 στην έως πρόσφατα ταταρική και ερημωμένη πόλη.4 Οι οικιστές της Μπαλακλάβα το 1778 κατείχαν 121 οικίες και αριθμούσαν 268 άνδρες και 246 γυναίκες, δηλαδή 514 άτομα, ενώ το 1802 ο πληθυσμός τους έφτανε συνολικά τα 1.693 άτομα. Ως τόπο καταγωγής δήλωναν το Μοριά, το Αρχιπέλαγος, τα Ιόνια νησιά και τις βενετικές κτήσεις της Αλβανίας στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής. Για τις ανάγκες στρατωνισμού του Ελληνικού Συντάγματος οικοδομήθηκαν στρατώνες, καταλύματα, αποθήκες, καταστήματα, ενώ για όλες τις στρατιωτικές βαθμίδες προβλέπονταν εκτός της τακτικής δημόσιας μισθοδοσίας και διανομή γαιών τόσο εντός των ορίων της πόλης Μπαλακλάβα όσο και στα περίχωρά της (Καντίκιοϊ, Καράν, Καμάρ). Σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα, στην Μπαλακλάβα απαγορευόταν σε όλους η απόκτηση ακίνητης περιουσίας με εξαίρεση αυτούς που ανήκαν στη δύναμη του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού. Ο διοικητής του Συντάγματος προικοδοτήθηκε με 240 ντεσιατίνες γης (262,2 εκτάρια), οι αξιωματικοί με 60 και οι στρατιώτες με 15 (στη συνέχεια, αυξήθηκαν σε 20). Συνολικά παραχωρήθηκαν 11.000 ντεσιατίνες (12.017,5 εκτάρια).5 Επιπρόσθετα, με συμπληρωματική διαταγή του πρίγκιπα και αρχιστράτηγου Ποτέμκιν αποσαφηνίστηκε ότι όσοι υπηρετούσαν στο Σύνταγμα δεν πλήρωναν φορολογία. Σε περιόδους πολέμων υποχρεωτικά διέμεναν στην πόλη της Μπαλακλάβα και, όταν επικρατούσε η ειρήνη, παρείχαν υπηρεσίες ως ακταιωροί και πολιτάρχες. Παράλληλα, είχαν το δικαίωμα να καταγίνονται με το μικρεμπόριο, τις αγροτικές καλλιέργειες (καπνά, αμπελουργία, δενδροκομία), την αλιεία, τη μελισσοκομία και την οικοτεχνία.
2. Η εποχή του αυτοκράτορα Παύλου
Με το διάταγμα της 30ής Ιανουαρίου 1797 του αυτοκράτορα Παύλου το Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού μετονομάστηκε σε Ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβα και αποσπάστηκε από τη δικαιοδοσία του κυβερνήτη της Ταυρικής, καθώς ως οργανικό τμήμα του ρωσικού στρατεύματος υπαγόταν πια στο υπουργείο Πολέμου. Με το επόμενο αυτοκρατορικό διάταγμα (4 Απριλίου 1797) ρυθμίζονται τα εξής: Το Τάγμα απαρτιζόταν από τρεις λόχους· κάθε λόχος είχε 100 στρατιώτες, και μαζί με το διοικητή και τους ανώτερους αξιωματούχους διοίκησης, επιτελείου και υγειονομίας το Τάγμα αριθμούσε 396 άτομα.6 Απέκτησε διακριτό εικονιστικό έμβλημα, οι άνδρες του ομοιόμορφη πορφυροπράσινη στρατιωτική στολή και κοινό τύπο οπλισμού, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι το 1883. Πρότυπο για την οργάνωση και λειτουργία του Τάγματος υπήρξαν τα ένοπλα τμήματα των Κοζάκων του Ντον, καθώς έπρεπε να συνυπολογιστούν για την εύτακτη λειτουργία του Σώματος η ελληνική ιδιοσυγκρασία και οι εθνοτοπικές παραδόσεις. Διοικητές του Ελληνικού Τάγματος, μεταξύ άλλων, είχαν χρηματίσει ο λοχαγός Στέφανος Μπέης Μαυρομιχάλης (1775-1779, 1794-1801), ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ζαπόνης (1790-1794), ο στρατηγός Θεοδόσης Ρεβελιώτης (1809-1831) και ο αντισυνταγματάρχης Λυκούργος Κατσώνης (1831-1859).
3. Δράση και αποτίμηση του ρόλου του Τάγματος
Το Τάγμα Πεζικού της Μπαλακλάβα συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές πράξεις και στρατιωτικές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του. Στο Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο 1787-1789 ενίσχυσε τα πληρώματα του κωπήλατου στολίσκου στο Δνείπερο και του στόλου της Μαύρης θάλασσας και καταναυμάχησε τον οθωμανικό στόλο στο ακρωτήριο Κινμπούρν. Μετείχε στην απόβαση στη Βουλγαρία, στην αποστολή καταδρομών στα παράλια της Ανατολίας, θαλασσομάχησε στο Γενί Καλέ, στην Τέντρα και στο ακρωτήριο της Καλιάκρια.7 Στο Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο 1806-1812 έλαβε μέρος στην απόβαση στο Πλατόν. Με την έναρξη του "Πατριωτικού πολέμου" του 1812 εναντίον του Ναπολέοντα κατέστειλε την ανταρσία των Τατάρων στην Κριμαία. Από το 1812 μέχρι το 1830 επιφορτίστηκε με την υγειονομική περιφρούρηση (καραντίνες) της Κριμαίας από τις αλλεπάλληλες επιδημίες χολέρας. Λαμπρή καταδείχθηκε η δράση του Τάγματος στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856). Με απαράμιλλο ηρωισμό υπερασπίστηκε την πόλη, το λιμάνι και το φρούριο της Μπαλακλάβα (13-14 Σεπτεμβρίου 1854) εξαναγκάζοντας τους Άγγλους σε υποχώρηση. Με τη λήξη του πολέμου και λόγω της συγκυρίας, το Τάγμα απώλεσε τους λόγους ύπαρξης και τον ειδικό ρόλο του και με διάταγμα του Αλέξανδρου Β΄ διαλύθηκε. Όσοι από τους άνδρες του επιθυμούσαν να συνεχίσουν να υπηρετούν στο στράτευμα μετατάχθηκαν σε διάφορα συντάγματα, ενώ όσοι αποστρατεύτηκαν επιδόθηκαν σε ειρηνικές ασχολίες, παρέμειναν όμως εγκατεστημένοι στην Μπαλακλάβα και τα περίχωρά της, που εκείνη την εποχή αριθμούσαν 2.000 ελληνικό πληθυσμό.
Η σημαντική και πολύμορφη δράση του Τάγματος αναγνωρίστηκε με εύφημο τιμητική μνεία του Αλέξανδρου Α΄ καθώς και με την παροχή, προς όλες τις βαθμίδες, ποικίλων ευεργετημάτων. Συγκεκριμένα, με: αύξηση του μισθού των αξιωματικών, δικαίωμα παρασημοφόρησης των αξιωματικών με το παράσημο τέταρτης τάξης για 25ετή ανεπίληπτη υπηρεσία και των στρατιωτών με το διακριτικό της Αγίας Άννας για 20ετή ευδόκιμη θητεία, διανομή γης σε ακτήμονες στρατιώτες, συνταξιοδότηση των συζύγων θανόντων υπαξιωματικών και αξιωματικών, περίθαλψη και πρόνοια αγωγής των ορφανών ανήλικων αρρένων των κατώτατων βαθμίδων και, τέλος, στους αφυπηρετήσαντες αξιωματικούς παροχή δικαιώματος άσκησης θαλάσσιου ή χερσαίου εμπορίου και κατάταξης στις βαθμίδες εμπόρων πρώτης και δεύτερης τάξης.
Μάχη της Μπαλακλάβα (25 Οκτωβρίου 1854)
Οι ελληνικές χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις που είχαν συμμετάσχει δραστήρια στον Α΄ Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1768-1774)1επί αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ μετά
τη μετοικεσία τους στη Ρωσία χρησιμοποιήθηκαν από τις ρωσικές πολιτικές
και διοικητικές αρχές ως οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, η οποία
συνεισέφερε τα μέγιστα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κριμαίας. Οι δυνάμεις του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού (το 1797 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβα)
συνέβαλαν στην οριστική εκδίωξη των Οθωμανών από την περιοχή και
κατέστειλαν την αντιρωσική εξέγερση των Τατάρων (1777-1778), που
υποκινήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης, ήταν σημαντική η
συμβολή τους στις λυσσώδεις μάχες για την κατάληψη της Κάφα (Θεοδοσία)
και την εκπόρθηση του Σουντάκ, αφού οι δυνάμεις αυτές ήταν από παλιά
εξοικειωμένες με την τακτική του κλεφτοπόλεμου στις ιδιαίτερες πατρίδες
καταγωγής τους στην οθωμανική επικράτεια. Μετά την προσάρτηση της
Κριμαίας στη Ρωσία (1783) και βάσει του αυτοκρατορικού διατάγματος
(Ουκάζιο) της 10ης Φεβρουαρίου 1784 που προέβλεπε την ίδρυση οχυρών,
τελωνείων και υποτελωνείων στα ζωτικότερα σημεία αμυντικού και εμπορικού
ενδιαφέροντος, το Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού ανέλαβε ως μόνιμη συνοριακή
φρουρά την ευθύνη των ακταιωριών από τη Σεβαστούπολη
μέχρι και τη Θεοδοσία, ακτογραμμή 300 βερστίων (περίπου 318 χλμ.), με
σκοπό τη στρατιωτική και ναυτική θωράκιση και τη δίωξη του λαθρεμπορίου
στο ρωσικό νότο.Με το αυτοκρατορικό διάταγμα της 18ης Φεβρουαρίου 1784 η Μπαλακλάβα2 ορίστηκε έδρα του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού. Σύμπασα η δύναμή του, δηλαδή το εμπειροπόλεμο χερσαίο και ναυτικό στοιχείο όλων των βαθμίδων (ανώτεροι, κατώτεροι, επιτελικοί αξιωματικοί και στρατιώτες) με ή χωρίς οικογενειακή πλαισίωση, συγκρότησαν τον αμιγώς στρατιωτικού χαρακτήρα παροικιακό πυρήνα3 στην έως πρόσφατα ταταρική και ερημωμένη πόλη.4 Οι οικιστές της Μπαλακλάβα το 1778 κατείχαν 121 οικίες και αριθμούσαν 268 άνδρες και 246 γυναίκες, δηλαδή 514 άτομα, ενώ το 1802 ο πληθυσμός τους έφτανε συνολικά τα 1.693 άτομα. Ως τόπο καταγωγής δήλωναν το Μοριά, το Αρχιπέλαγος, τα Ιόνια νησιά και τις βενετικές κτήσεις της Αλβανίας στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής. Για τις ανάγκες στρατωνισμού του Ελληνικού Συντάγματος οικοδομήθηκαν στρατώνες, καταλύματα, αποθήκες, καταστήματα, ενώ για όλες τις στρατιωτικές βαθμίδες προβλέπονταν εκτός της τακτικής δημόσιας μισθοδοσίας και διανομή γαιών τόσο εντός των ορίων της πόλης Μπαλακλάβα όσο και στα περίχωρά της (Καντίκιοϊ, Καράν, Καμάρ). Σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα, στην Μπαλακλάβα απαγορευόταν σε όλους η απόκτηση ακίνητης περιουσίας με εξαίρεση αυτούς που ανήκαν στη δύναμη του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού. Ο διοικητής του Συντάγματος προικοδοτήθηκε με 240 ντεσιατίνες γης (262,2 εκτάρια), οι αξιωματικοί με 60 και οι στρατιώτες με 15 (στη συνέχεια, αυξήθηκαν σε 20). Συνολικά παραχωρήθηκαν 11.000 ντεσιατίνες (12.017,5 εκτάρια).5 Επιπρόσθετα, με συμπληρωματική διαταγή του πρίγκιπα και αρχιστράτηγου Ποτέμκιν αποσαφηνίστηκε ότι όσοι υπηρετούσαν στο Σύνταγμα δεν πλήρωναν φορολογία. Σε περιόδους πολέμων υποχρεωτικά διέμεναν στην πόλη της Μπαλακλάβα και, όταν επικρατούσε η ειρήνη, παρείχαν υπηρεσίες ως ακταιωροί και πολιτάρχες. Παράλληλα, είχαν το δικαίωμα να καταγίνονται με το μικρεμπόριο, τις αγροτικές καλλιέργειες (καπνά, αμπελουργία, δενδροκομία), την αλιεία, τη μελισσοκομία και την οικοτεχνία.
2. Η εποχή του αυτοκράτορα Παύλου
Με το διάταγμα της 30ής Ιανουαρίου 1797 του αυτοκράτορα Παύλου το Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού μετονομάστηκε σε Ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβα και αποσπάστηκε από τη δικαιοδοσία του κυβερνήτη της Ταυρικής, καθώς ως οργανικό τμήμα του ρωσικού στρατεύματος υπαγόταν πια στο υπουργείο Πολέμου. Με το επόμενο αυτοκρατορικό διάταγμα (4 Απριλίου 1797) ρυθμίζονται τα εξής: Το Τάγμα απαρτιζόταν από τρεις λόχους· κάθε λόχος είχε 100 στρατιώτες, και μαζί με το διοικητή και τους ανώτερους αξιωματούχους διοίκησης, επιτελείου και υγειονομίας το Τάγμα αριθμούσε 396 άτομα.6 Απέκτησε διακριτό εικονιστικό έμβλημα, οι άνδρες του ομοιόμορφη πορφυροπράσινη στρατιωτική στολή και κοινό τύπο οπλισμού, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι το 1883. Πρότυπο για την οργάνωση και λειτουργία του Τάγματος υπήρξαν τα ένοπλα τμήματα των Κοζάκων του Ντον, καθώς έπρεπε να συνυπολογιστούν για την εύτακτη λειτουργία του Σώματος η ελληνική ιδιοσυγκρασία και οι εθνοτοπικές παραδόσεις. Διοικητές του Ελληνικού Τάγματος, μεταξύ άλλων, είχαν χρηματίσει ο λοχαγός Στέφανος Μπέης Μαυρομιχάλης (1775-1779, 1794-1801), ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ζαπόνης (1790-1794), ο στρατηγός Θεοδόσης Ρεβελιώτης (1809-1831) και ο αντισυνταγματάρχης Λυκούργος Κατσώνης (1831-1859).
3. Δράση και αποτίμηση του ρόλου του Τάγματος
Το Τάγμα Πεζικού της Μπαλακλάβα συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές πράξεις και στρατιωτικές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του. Στο Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο 1787-1789 ενίσχυσε τα πληρώματα του κωπήλατου στολίσκου στο Δνείπερο και του στόλου της Μαύρης θάλασσας και καταναυμάχησε τον οθωμανικό στόλο στο ακρωτήριο Κινμπούρν. Μετείχε στην απόβαση στη Βουλγαρία, στην αποστολή καταδρομών στα παράλια της Ανατολίας, θαλασσομάχησε στο Γενί Καλέ, στην Τέντρα και στο ακρωτήριο της Καλιάκρια.7 Στο Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο 1806-1812 έλαβε μέρος στην απόβαση στο Πλατόν. Με την έναρξη του "Πατριωτικού πολέμου" του 1812 εναντίον του Ναπολέοντα κατέστειλε την ανταρσία των Τατάρων στην Κριμαία. Από το 1812 μέχρι το 1830 επιφορτίστηκε με την υγειονομική περιφρούρηση (καραντίνες) της Κριμαίας από τις αλλεπάλληλες επιδημίες χολέρας. Λαμπρή καταδείχθηκε η δράση του Τάγματος στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856). Με απαράμιλλο ηρωισμό υπερασπίστηκε την πόλη, το λιμάνι και το φρούριο της Μπαλακλάβα (13-14 Σεπτεμβρίου 1854) εξαναγκάζοντας τους Άγγλους σε υποχώρηση. Με τη λήξη του πολέμου και λόγω της συγκυρίας, το Τάγμα απώλεσε τους λόγους ύπαρξης και τον ειδικό ρόλο του και με διάταγμα του Αλέξανδρου Β΄ διαλύθηκε. Όσοι από τους άνδρες του επιθυμούσαν να συνεχίσουν να υπηρετούν στο στράτευμα μετατάχθηκαν σε διάφορα συντάγματα, ενώ όσοι αποστρατεύτηκαν επιδόθηκαν σε ειρηνικές ασχολίες, παρέμειναν όμως εγκατεστημένοι στην Μπαλακλάβα και τα περίχωρά της, που εκείνη την εποχή αριθμούσαν 2.000 ελληνικό πληθυσμό.
Η σημαντική και πολύμορφη δράση του Τάγματος αναγνωρίστηκε με εύφημο τιμητική μνεία του Αλέξανδρου Α΄ καθώς και με την παροχή, προς όλες τις βαθμίδες, ποικίλων ευεργετημάτων. Συγκεκριμένα, με: αύξηση του μισθού των αξιωματικών, δικαίωμα παρασημοφόρησης των αξιωματικών με το παράσημο τέταρτης τάξης για 25ετή ανεπίληπτη υπηρεσία και των στρατιωτών με το διακριτικό της Αγίας Άννας για 20ετή ευδόκιμη θητεία, διανομή γης σε ακτήμονες στρατιώτες, συνταξιοδότηση των συζύγων θανόντων υπαξιωματικών και αξιωματικών, περίθαλψη και πρόνοια αγωγής των ορφανών ανήλικων αρρένων των κατώτατων βαθμίδων και, τέλος, στους αφυπηρετήσαντες αξιωματικούς παροχή δικαιώματος άσκησης θαλάσσιου ή χερσαίου εμπορίου και κατάταξης στις βαθμίδες εμπόρων πρώτης και δεύτερης τάξης.
1. Κοντογιάννης, Μ.Π., Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ ρωσσοτουρκικόν πόλεμον (1768-1774) (Αθήναι 1903), σελ. 400.
2. Ταταρικό τοπωνύμιο που σημαίνει φωλιά των ψαριών, αρχαία ελληνική ονομασία «Παλάκιον» και γενοβέζικη «Τσεμπάλο».
3. Σελέκου, Ο., «Ελληνικές παροικίες και κοινότητες στην Κριμαία (18ος-19ος αιώνας). Τυπολογία και εννοιολογικές αποσαφηνίσεις», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 104-105 Α-Β (Αθήνα 2001), σελ. 250-253.
4. Kondaraki, B.X., Ounivershalnoe opishanie Krima. V pamjat stoletija prisojedinenija Krima (Sankt Petersbourg 1875), σελ. 78-80.
5. Shaphonov, C.B., Ostatki gretsheskich legionov v Rossii, ili nineshnee nashelenije Balaklavi. Istoritsheski otsherk. Zapiski Odesskovo Imperatorskovo obshestva istorii i drevnostei (Odessa 1844), σελ. 210· Mosxouri, I.B., Greki v istorii Sevastopolja (Sevastopol 2005), σελ. 36.
6. Shaphonov, C.B., Ostatki
gretsheskich legionov v Rossii, ili nineshnee nashelenije Balaklavi.
Istoritsheski otsherk. Zapiski Odesskovo Imperatorskovo obshestva
istorii i drevnostei (Odessa 1844), σελ. 225.
7. Novie Dokoumenti Souvorova, Ushakova, Potemkina Tavritsheskovo (Simferopol 1947), σελ. 45-47.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου