Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μοιράστηκαν ως πολεμική λεία στους Σταυροφόρους

File:Naxos Venetian Tower.jpgΙστορικό ίδρυσης

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, κατά την Δ΄ Σταυροφορία, τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μοιράστηκαν ως πολεμική λεία στους Σταυροφόρους, μετά από δύο συσκέψεις, ως εξής με βάση τη συμφωνία Partitio Terrarum Imperii Romaniae: 1/4 θα λάμβανε ο μέλλων Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης μετά την εκλογή του από 12 εκλέκτορες (6 Φράγκους και 6 Ενετούς) και από 3/8 οι Φράγκοι και οι Ενετοί[1]. Κατά την πρώτη σύσκεψη προϊόν της οποίας ήταν συμφωνία αυτή δεν ονοματίζονταν ακριβώς οι περιοχές που θα λάμβαναν τα μέρη. Έτσι ακολούθησε και δεύτερη.
Στη δεύτερη σύσκεψη αρχικά η Βενετία, ως κυρίαρχη ναυτική δύναμη, που ενδιαφερόταν να αποκτήσει βάσεις στο Αιγαίο, ζήτησε για λογαριασμό της επί του ποσοστού της εδαφικής έκτασης που της αναλογούσε, την Κρήτη, την Κύπρο, τις νήσους του Βορείου Αιγαίου και κάποια παράλια στρατηγικά σημεία της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας (Ανατολικής και Δυτικής). Οι Φράγκοι (Γάλλοι) όμως προκειμένου ν΄ ανακόψουν την επέκταση της δύναμης της Βενετίας στις ελληνικές θάλασσες, αντί της Κρήτης πρόσφεραν στους Ενετούς το Βασίλειο της Θεσσαλίας, το οποίο όμως οι τελευταίου αποποιήθηκαν.
Τότε ο γηραιός αλλά ιδιαίτερα έξυπνος Δόγης Δάνδολος, υπενθυμίζοντας στους Φράγκους ότι στερούνται στόλου για να διατηρήσουν την Κρήτη και τις νήσους στις κτήσεις τους, έναντι του στρατού που διέθεταν εκείνοι τους έπεισε και αντήλλαξε την παραχωρηθείσα ηπειρωτική Θεσσαλία με την Κρήτη και τις άλλες νήσους.
Στη συνέχεια ήλθε η σειρά των, ασήμαντων σε έκταση και φυσικό πλούτο, Κυκλάδων, τις οποίες γενικά οι Σταυροφόροι εξ αρχής είχαν απαξιώσει λόγω του μεγάλου κόστους διοίκησής τους αλλά και εκ των συνεχών κινδύνων που διέτρεχαν από διάφορους επιδρομείς πειρατές, με συνέπεια αφενός όλοι να επιζητούν καλλίτερες και ασφαλέστερες περιοχές, αφετέρου οι Κυκλάδες να παραμένουν αδιάθετες.[2]
Στη φάση αυτή των συζητήσεων ο πανούργος Δάνδολος για να μη χρεωθεί τα Κυκλαδονήσια που δεν ήθελε όμως και να τα στερηθεί πρότεινε αυτά να περιέλθουν στη κατοχή εκείνων των ευπατριδών που θα τα καταλάμβαναν με δικό τους κόστος. Η πρόταση αυτή του Δάνδολου έγινε τελικά δεκτή.

Υπαγωγή των Κυκλάδων στη Βενετία

Στην πραγματικότητα η πρόταση του Δάνδολου υπέκρυπτε υστεροβουλία και τούτο διότι την εποχή εκείνη ευπατρίδες που είχαν την ικανότητα να δημιουργήσουν στολίσκο επανδρωμένων πλοίων είχαν μόνο οι Ενετοί. Έτσι στη μεγάλη συγκέντρωση που ακολούθησε στη κατοικία του Δόγη (Κωνσταντινούπολη), τυφλού τότε και παρά μια δεκαετία αιωνόβιου Δάνδολου στην οποία συμμετείχαν και οι ανεψιοί του Μάρκο Σανούδο και Μαρίνος Δάνδολος απευθυνόμενος προς αυτούς φέρεται να τους είπε:
    Τα Κυκλαδονήσια είναι δικά σας, αρκεί να τα καταλάβετε με το ξίφος σας και να αναγνωρίσετε την υψηλή μου επικυριαρχία. Στόχος σας θα πρέπει να είναι τα δύο μεγαλύτερα νησιά, η "μικρή Σικελία" όπως αποκαλούν την Νάξο, λόγω της ευφορίας της και η καταπράσινη Άνδρος.    
Τότε, ο Σανούδο που εκτελούσε χρέη δικαστή, στο βενετσιάνικο προξενικό δικαστήριο στη Κωνσταντινούπολη άφησε τη θέση του, συγκέντρωσε γύρω του ανθρώπους που τους υποσχέθηκε τιμάρια στα μέρη που θα κατακτούσαν, εξόπλισε 8 γαλέρες με δικά του έξοδα και ξεκίνησε για τα νησιά. Γρήγορα κυρίευσε 17 νησιά και μόνο σε 1 βρήκε κάποια αντίσταση. Στη Νάξο.

Ο Σανούδο στη Νάξο


Χάρτης στον οποίο εικονίζεται η κατάληψη του Δουκάτου της Νάξου.
Το 1207 αποβιβάστηκε στη Νάξο.
Ένας Γενοβέζος πειρατής είχε ήδη καταλάβει το νησί και είχε οχυρωθεί στο βυζαντινό κάστρο. Ο Σανούδο σε μια ριψοκίνδυνη κίνηση, έκαψε τις γαλέρες του, αναγκάζοντας τον εαυτό του και τους συντρόφους του ή να νικήσουν ή να πεθάνουν, και μετά από 5 εβδομάδων πολιορκία, κατέλαβε το κάστρο του Απαλίρου. Η κυριαρχία του απλωνόταν κατ’ αρχήν στη Νάξο που την εξέλεξε ως πρωτεύουσα του, την Πάρο, την Αντίπαρο, της Κίμωλο, τη Μήλο, την Αμοργό, Ίο, τη Κύθνο, τη Σίκινο, τη Σίφνο και τη Σύρο. Αρκετά από τα άλλα νησιά- πιστός στις υποσχέσεις του- τα έδωσε στους συντρόφους του. Ο άλλος ανιψιός του δόγη, ο Μαρίνο Δάνδολο κράτησε την εξουσία στο νησί που είχε κυριεύσει, την Άνδρο, ως υποτελής του Σανούδου. Ο Λεονάρντο Φώσκολο αφού έγινε και αυτός υποτελής, πήρε την Ανάφη ενώ η Σαντορίνη δόθηκε στον Τζάκοπο Βαρόζι και η Αστυπάλαια στον Ενετό Κουϊρίνι. Οι αδερφοί Αντρέα και Τζερεμία Γκύζη έγιναν αφέντες της Τήνου και της Μυκόνου αλλά άπλωσαν τη κυριαρχία τους, κυριεύοντας τη Σκόπελο, τη Σκύρο και τη Σκιάθο, την Κέα και τη Σέριφο. Η Πάτμος κατάφερε να μείνει ανεξάρτητη λόγω της θρησκευτικής σημασίας που είχε και οι μοναχοί της απόλαυσαν αρκετά προνόμια.
Ο Μάρκο Σανούδο αναγνώρισε σαν επικυρίαρχο του, τον Λατίνο αυτοκράτορα της Πόλης, τον Ερρίκο(1206-1216), σε παραβίαση της συμφωνίας με τη Βενετία που του είχε επιτρέψει να πάρει τα νησιά σα διοικητής τους, και μάλιστα πήρε και πάρα πολλά προνόμια, περισσότερα από κάθε άλλον υποτελή του αυτοκράτορα ανάμεσα στα οποία το τίτλο του Δούκα [3] Οι κτήσεις του προβιβάστηκαν σε Δουκάτο. Ο Μάρκο Α’ Σανούδο, λίγο αργότερα παντρεύτηκε και την αδερφή του Έλληνα αυτοκράτορα της Νίκαιας του Θεόδωρου Λάσκαρη, κρατώντας τις ισορροπίες όσο καλύτερα μπορούσε. Ο Σανούδο και εξαιτίας των γάμων του με ορθόδοξη σύζυγο ήταν ανεκτικός απέναντι στα θρησκευτικά φρονήματα των υπηκόων του, διατηρώντας την Ορθόδοξη Μητρόπολη της Νάξου και κερδίζοντας έτσι την εύνοια των Ελλήνων κατοίκων του νησιού. Όμως και πολλοί Καθολικοί ιερείς είχαν ακολουθήσει το Σανούδο στην επιχείρηση κατάληψης των νησιών και έτσι ιδρύθηκε και μια Λατινική αρχιεπισκοπή με 4 επισκοπές στη Μήλο, τη Σαντορίνη, τη Τήνο και τη Σύρο.
Το 1227 ο Μάρκο Σανούδο πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Άντζελο Σανούδο που αν και γιος Ελληνίδας μητέρας υπηρέτησε πιστά τη Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.

Η δυναστεία των Σανούδο

Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β’(1226-1261), παραγνωρίζοντας όμως τις τίμιες υπηρεσίες του Αντζελο Σανούδο προς το πρόσωπο του, παραχώρησε το Δουκάτο της Νάξου στον Γοδεφρείδο Β’ Βιλλεαρδουίνο, σαν υποτελή του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Άντζελο Σανούδο αναγνώρισε, θέλοντας και μη τον Φράγκο ηγεμόνα σαν κυρίαρχο του και δεν αρνήθηκε τις στρατιωτικές του υπηρεσίες προς αυτόν όποτε του ζητιόταν.
Το 1262 με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Έλληνες, ο Βαλδουίνος, κατά την άδοξη επιστροφή του στην πατρίδα του, παραχώρησε στον γιο του Άντζελο, τον Μάρκο Β’, το τίτλο του ιππότη και στον ίδιο τον Δούκα, τον κενό περιεχομένου τίτλο του Βασιλέα. Με την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Έλληνες το 1262 και τη εξάπλωση της κυριαρχίας τους στη Πελοπόννησο με τη δημιουργία του Δεσποτάτου του Μοριά, ο αγώνας για την επανάκτηση των νησιών φούντωσε και αυτός. Οι κάτοικοι της Μήλου ξεσηκώθηκαν σε μια προσπάθεια να διώξουν τους Λατίνους κατακτητές αλλά δυστυχώς η προσπάθεια τους είχε άδοξο τέλος αφού ο Μάρκος Β’ Σανούδο κατάφερε να υποτάξει τους ξεσηκωμένους νησιώτες και να θανατώσει τον αρχηγό τους. Η Ελληνική αυτοκρατορία όμως κατόρθωσε να επανακτήσει τη Σκόπελο, τη Σκύρο, τη Σκιάθο, την Αλόννησο και το ισχυρό νησί της Λήμνου έπειτα από πολιορκία διάρκειας τριών ετών. Από τότε οι Σποράδες και η Λήμνος έμειναν στα ελληνικά χέρια μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Επίσης κατάφερε να φύγουν οι Λατίνοι βαρόνοι και κυρίαρχοι από Αμοργό, Σέριφο, Κέα, Σαντορίνη, Σίφνο, Ίος, Σίκινος, Φολέγανδρος, Αστυπάλαια και Ανάφη. Μόνο οι ισχυρές οικογένειες των Σανούδο και των υποτελών τους, των Γκίζι γλίτωσαν τα νησιά τους, θέτοντάς τα υπό ενετική κυριαρχία, η οποία τα συμπεριέλαβε σαν κτήσεις της, στα πλαίσια συνθήκης που υπέγραψε με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1277 και το 1285.
Τα νησιά που είχαν επανακτηθεί από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και διοικούνταν από Έλληνες διοικητές υπέφεραν από τη πειρατεία. Οι πειρατές που οι διοικητές των νησιών δεν προσπαθούσαν να τους διώξουν, ήταν η μεγάλη πληγή όλων αυτών των δεκαετιών. Όταν μάλιστα αργότερα ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος μείωσε τον βυζαντινό στόλο στο Αιγαίο, οι άνεργοι ναύτες ήρθαν να προστεθούν στα πληρώματα των πειρατικών καραβιών. Η Σκόπελος και η Κέα, η Σαντορίνη και η Ίος χρησίμευαν σαν κρησφύγετα των πειρατών. Σε αυτή την ήδη άσχημη κατάσταση ήρθε στο 1292 να προστεθεί και η καταλανική πειρατική επιδρομή του Ρογήρου ντε Λούρια στην Άνδρο, τη Τήνο, τη Μύκονο και τη Κύθνο. Τα νησιά καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τις λεηλασίες των Καταλανών πειρατών, ενώ πολλοί κάτοικοι αυτών πιάστηκαν αιχμάλωτοι και αργότερα πωλήθηκαν ως σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Η Βενετία, με αφορμή τη νέα αυτή τάξη πραγμάτων επιχείρησε να κηρύξει τα νησιά του Δουκάτου της Νάξου ως υποτελή στην Γαληνοτάτη, με την ευκαιρία της διαμάχης για τη κατοχή της Άνδρου μεταξύ των οικογενειών των Σανούδο και των Γκίζι, κάτι που, τελικώς, έπειτα από διαπραγματεύσεις, συμβούλια, αλλά και δικαστήρια μεταξύ των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών δεν κατάφερε να πετύχει.
Ο πόλεμος που ξέσπασε το 1296 μεταξύ του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ και της Βενετίας επέτρεψε στους πρώην άρχοντες των νησιών να επιχειρήσουν την ανακατάληψή τους. Μάλιστα, η Βενετία άφησε τα πλήθη των πειρατών να λεηλατήσουν το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε τους Ενετούς πρώην άρχοντές των να ανακαταλάβουν τις πρώην κτήσεις τους. Έτσι, οι Γκίζι, οι Τζουστινιάνι και οι Μικέλι και Σκιάβι ανακατέλαβαν την Ίο, οι Βαρότσι τη Σαντορίνη, οι Γκίζι την Αμοργό, τη Κέα και τη Σέριφο, κατάσταση που επικυρώθηκε και επισήμως με την συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Ανδρόνικου το 1303.
Από τότε και ύστερα αρχίζει μια ατέλειωτη κούρσα ανταγωνισμού μεταξύ των Βενετσιάνων αρχόντων για το ποιος, θα κατέχει τι, και για πόσο. Οι Σανούδο με τους απογόνους τους, Γουλιέλμο Α' και το γιό του Νικόλαο –πιστοί υπήκοοι του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και του επικυρίαρχου τους Ιωάννη της Γραβίνας-προσπαθούσαν να επεκτείνουν τη κυριαρχία τους και σε άλλα νησιά και στα 1335 κατάφεραν να πάρουν τη Σαντορίνη από τους Βαρότσι, και την Ίο από τους Σκιάβι και μάλιστα τότε κόβουν και τα πρώτα χρυσά νομίσματα του Δουκάτου. Ο Δούκας είχε υπό την εξουσία του τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα νησιά. Νάξο, Ανδρο, Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Κίμωλο, Σαντορίνη, Σύρο και Ιο ενώ η Κύθνος και η Αμοργός είχαν παραχωρηθεί σε υποτελείς του. Το αντίπαλο δέος, οι Γκίζι εξακολουθούσαν να κατέχουν την Μύκονο και τη Τήνο σαν υποτελείς της Βενετίας.
Εκείνο τον καιρό η εμφάνιση των Τούρκων γινόταν όλο και πιο συχνή και με βάσεις στη Μικρά Ασία εξορμούσαν και λεηλατούσαν –και αυτοί- τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Ο ιστορικός Μάρκο Σανούδο γράφει ότι
   
«…οι Τούρκοι εξαιρετικά λυμαίνονται αυτά τα νησιά, που υπάγονται στην ηγεμονία του Μοριά, κι αν δεν τους δοθεί βοήθεια θα χαθούν. Πραγματικά αν δεν υπήρχαν οι Ζακκαρία της Χίου και ο Νικόλας Σανούδο της Νάξου, και το ιερό τάγμα των Οσπιταλιέρων, που υπεράσπισαν και εξακολουθούν να υπερασπίζουν αυτά τα νησιά, αυτά δεν θα υπήρχαν πλέον. Ούτε πιστεύω πως θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν χωρίς τη βοήθεια του Θεού και του Πάπα.»    
[4]
Οι Τούρκοι πειρατές κυριολεκτικά ερήμωσαν τα νησιά. Σε αυτές τις επιδρομές είχαν αρπάξει κάπου 15,000 αιχμαλώτους. Σε μια περίπτωση 380 τουρκικά πλοία, με 40,000 ναύτες πλήρωμα, άρπαξαν 10,000 άντρες για να τους πουλήσουν για δούλους. Τελικά, το 1341 ο Ομάρ μπέης, σατράπης του Αϊδινίου, λεηλάτησε για άλλη μια φορά τα νησιά και μάλιστα τα ανάγκασε από τότε να πληρώνουν φόρο. Το 1344 ένας Γενοβέζος πειρατής με τούρκικο πλήρωμα φτάνει μέχρι τη κάτω χώρα της Νάξου και αιχμαλωτίζει 6,000 υπηκόους του Δούκα που τους οδηγεί στα δουλοπάζαρα. Το 1346 ο «μαύρος Θάνατος», η πανούκλα, φτάνει από την Ευρώπη στην Ελλάδα και τα νησιά και ολοκληρώνει το έργο του αποδεκατισμού των κατοίκων τους. Σε αυτά τα χρόνια τα χωράφια εγκαταλείφθηκαν, γεωργοί δεν υπήρχαν πια για να τα δουλεύουν, οι κάτοικοι αρνιόνταν να σπέρνουν για να θερίζουν οι πειρατές και δουλοπάροικοι εγκατέλειψαν την Ανάφη, την Αμοργό και την Αστυπάλαια για τη Κρήτη. Μοναδική εξαίρεση η Σέριφος, νησί πλούσιο σε ορυκτά. Το μεγαλύτερο μέρος ανήκε στον Βενετσιάνο Ερμόλαο Μινώττο που το εμπόριο του, του σιδήρου είχε κάνει το νησί τόσο πλούσιο που μέχρι και οι δουλοπάροικοι είχαν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.
Όσο για το Δουκάτο της Νάξου είχε φτάσει η ώρα να αλλάξει χέρια.

Η δυναστεία των Κρίσπο

Ο τελευταίος Σανούδο, ο Ιωάννης Α’, πέθανε στα 1361 χωρίς να αφήσει γιο και διάδοχο του, παρά μόνο την όμορφη νεαρή κόρη του τη Φιορέντσα, ήδη μια φορά παντρεμένη με τον βαρόνο της Εύβοιας νταλε Κάρτσερι και τώρα χήρα με ανήλικο γιο. Όταν ο γιος της Νικολό ντάλε Κάρκερι ενηλικιώθηκε αποδείχτηκε εξαιρετικά κακός ηγεμόνας. Τόσο κακός που τελικά δολοφονήθηκε από τους φρουρούς του λομβαρδού ευγενή από τη Βερόνα, Φραγκίσκο Κρίσπο. Ο Κρίσπο μετά τη δολοφονία, κατέλαβε αμέσως το κάστρο της Νάξου και οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με χαρά, που απαλλάχτηκαν από τον Νταλε Κάρτσερι. Οι πάντες συμφώνησαν με αυτή την αλλαγή και έτσι η δυναστεία των Σανούδο που κυβέρνησε το Δουκάτο για 180 περίπου χρόνια έσβησε από τη Νάξο και οι Κρίσπο έμελλε να την κυβερνήσουν για 200 ακόμα χρόνια περίπου.
Ο πρώτος Δούκας των Κρίσπο, ο Φραγκίσκο πέθανε στα 1397 αφήνοντας πολλά παιδιά με αποτέλεσμα τη περαιτέρω μοιρασιά του Δουκάτου σε βαρονικά τιμάρια για να καλύψει τις ανάγκες των παιδιών του και να αποφύγει έτσι έναν εμφύλιο πόλεμο, που τόσο συχνά ξεσπούσε με τέτοιες αφορμές. Στο Δουκάτο τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του Τζιάκομο Α', ο Ειρηνικός. Η ζωή όμως για τους υπηκόους του Τζιάκομο δεν ήταν εύκολη.
Μέσα από τη περιγραφή του φλωρεντινού ιερέα Μπουοντελμόντι, που επισκέφτηκε τις Κυκλάδες εκείνη τη περίοδο μαθαίνουμε για την έντονη λειψανδρία ιδίως στη Σίφνο και τη Νάξο, τόση ώστε οι γυναίκες δεν βρίσκανε άντρες για να παντρευτούν. Στη Σέριφο ο Μπουοντελμόντι δε βρήκε «τίποτα άλλο παρά δυστυχία». Οι κάτοικοι ζούσαν «όπως τα κτήνη» και κατέχονταν μέρα και νύχτα από το φόβο των Τούρκων πειρατών. Στη Σύρο οι κάτοικοι «τρέφονταν με χαρούπια και κρέας τράγων»[5] και η ζωή τους περνούσε μέσα στο φόβο. Η Αντίπαρος και η Σίκινος είχαν εγκαταλειφθεί στους αετούς και στα αγριογάιδουρα, ενώ η Νάουσα της Πάρου είχε γίνει ορμητήριο των πειρατών. Το μόνο νησί που διατηρούσε μια σχετική ευημερία ήταν η Άνδρος και αυτό γιατί εκτός από τη καλή διοίκηση του Πιέτρο Ζένο, επέτρεπε και στα πειρατικά καράβια να βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιους όρμους της. Αρκετοί βαρόνοι προσπάθησαν να επαναποικίσουν τα νησιά τους με φτωχά όμως αποτελέσματα.
Ο Τζάκομο Α’ Κρίσπο πέθανε από δυσεντερία στη Φερράρα το 1418 και μετά από τις τόσο γνωστές στους Λατίνους αντιζηλίες και ανταγωνισμούς το Δουκάτο ανέλαβε ο από διαθήκης κληρονόμος του, ο αδερφός του ο Τζιοβάνι Β’ που ανέλαβε να προστατέψει τα νησιά του Δουκάτου μόνος του, αφού η Βενετία δεν μπορούσε να του προσφέρει καμιά βοήθεια. Έτσι το 1426 έκλεισε συμφωνία με τους Τούρκους δεχόμενος να πληρώσει φόρο υποτέλειας σε αυτούς και να ανοίξει για τα πλοία τους τα λιμάνια του. Ακόμα περισσότερο, σταμάτησε να ειδοποιεί τον βαΐλο της Χαλκίδας για την άφιξη του τουρκικού στόλου με τις καθιερωμένες μέχρι τότε φωτιές που άναβαν.
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 ένα στίφος Τούρκων και Καταλάνων πειρατών τρομοκρατούσαν τα νησιά του Αιγαίου, που οι κάτοικοι τους τα εγκατέλειπαν τρομοκρατημένοι από το δυσάρεστο νέο ενώ οι Λατίνοι τσακώνονταν και πάλι για το ποιος θα έχει τη κυριαρχία. Τελικά, τα καταφέρε ο Γουλιέλμος Α’ Κρίσπο της Ανάφης και ανακηρύχτηκε Δούκας το 1453 παρά τις αντιρρήσεις της Βενετίας. Εκείνα τα χρόνια –το 1457- υπήρξε νέα έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και οι βράχοι της Παλιάς Καμένης σκίστηκαν ξανά και νέοι όγκοι βράχων ξεπήδησαν από τα βάθη, ευτυχώς χωρίς να χαθούν ανθρώπινες ζωές. Αλλά το χειρότερο που έμελλε να δει ο Γουλιέλμο Κρίσπο ήταν τις χριστιανικές κτήσεις να χάνονται η μια μετά την άλλη και να πέφτουν στα χέρια των μουσουλμάνων. Επί ηγεμονίας του έπεσε η Βυζαντινή αυτοκρατορία, η βυζαντινή ηγεμονία του Μυστρά, το φλωρεντινό Δουκάτο της Αθήνας και η Λέσβος των γενοβέζων Γατελούζων. Οι Βενετοί στα 1454 συμπεριέλαβαν στη συνθήκη ειρήνης που έκαναν με τον Μωάμεθ το Β’, και το Δουκάτο της Νάξου, κάνοντας τον Δούκα βενετσιάνο πολίτη και επιτρέποντας του να σηκώνει τη σημαία της Βενετίας στο κάστρο του. Παρόλα αυτά ούτε η προστασία των Βενετσιάνων έφτανε για να τον εξασφαλίσει από τους Τούρκους γι'αυτό αποφάσισε να συνάψει ο ίδιος προσωπικά, συνθήκη με τον σουλτάνο και να ενισχύει συνεχώς με χρήματα τη σχέση τους.
Το 1463, ξέσπασε ο τουρκο-βενετικός πόλεμος που κράτησε μέχρι το 1479 και φυσικά τα νησιά πλήρωσαν το τίμημα του πολέμου με πολλές λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το 1468, 4 τουρκικά πολεμικά πλοία έριξαν άγκυρα στην Ανδρο, αιχμαλώτισαν τους κατοίκους και πήραν λάφυρα αξίας 15,000 δουκάτων και το 1470 μετά από επανάληψη της επίθεσης οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τόσους πολλούς ώστε στο νησί έμειναν μόνο 2,000 άνθρωποι. Η Νάξος δέχτηκε την επίσκεψη του τούρκικου στόλου το 1477 και κατέλαβε ολοκληρωτικά την Επισκοπή της Νάξου. Με τη σύναψη της ειρήνης τα πράγματα ησύχασαν λίγο, τόσο ώστε να επιτρέψουν το 1494 στη Βενετία να αποκτήσει ολοκληρωτικά το Δουκάτο επιτέλους, και να στείλει διοικητή (rector) να το κυβερνήσει. Έτσι πρώτος διοικητής διορίστηκε ο Πιέτρο Κονταρίνι με μισθό 500 δουκάτα το χρόνο. Το απόκτημα τώρα πια δεν ήταν της ίδιας οικονομικής αξίας όσο πριν 250 χρόνια. Τα 5 νησιά που τώρα αποτελούσαν το Δουκάτο- η Νάξος, η Μήλος, η Σαντορίνη, η Ιος, η Σύρος- είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους, τα κάστρα και οι λιμενικές εγκαταστάσεις ήταν παλιές και αφρόντιστες, τα χωράφια ακαλλιέργητα, με μόνη τη Μήλο να δίνει κάποια εισοδήματα από την εκμετάλλευση του νίτρου και της ελαφρόπετρας που υπήρχε στο έδαφος της καθώς και από τις περίφημες μυλόπετρες της. Η Βενετία δεν συνήθιζε να επενδύει σε οικονομικά ασύμφορες επιχειρήσεις κι έτσι, τον Οκτώβρη του 1500, η Βενετία παρέδωσε το Δουκάτο στον Φραγκίσκο Κρίσπο. Ωστόσο αυτή η αλλαγή υπήρξε επιζήμια για τα νησιά.
Ο δεύτερος Τουρκο-βενετικός πόλεμος κατέστησε εκ νέου τα νησιά θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και η εξουσία του παράφρονα Φραγκίσκο Κρίσπο [6] προκάλεσε ακόμα περισσότερα δεινά. Μετά την αποπομπή του το 1511 το Δουκάτο το κυβέρνησε για λίγα χρόνια ο Βενετσιάνος διοικητής Αντώνιο Λορεντάνο μέχρι την ενηλικίωση του Τζοβάνι Δ’ Κρίσπο.
Η βασιλεία του Τζοβάνι Κρίσπο ήταν η μακροβιώτερη. Στην αρχή προσπάθησε να επεκτείνει τα όρια της κυριαρχίας του καταλαμβάνοντας και τη Πάρο- μια προσπάθεια που τελικά απέτυχε-, και έστειλε βοήθεια από ζωοτροφές στους Ιππότες της Ρόδου που τότε πολιορκούνταν από τον Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, (1480). Τα επόμενα χρόνια κύλησαν ειρηνικά μέχρι την εμφάνιση στις θάλασσες του Αιγαίου του πρώην πειρατή, τώρα Τούρκου ναύαρχου, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Από τα 1536 και μετά οι βενετικές κτήσεις πέσανε η μία μετά την άλλη: αρχικά τα Κύθηρα, η Αίγινα και στη συνέχεια η Σέριφος, η Ίος, η Ανάφη, η Αντίπαρος, η Αστυπάλαια, τέλος, η Αμοργός, όλες τους έπεσαν στα χέρια των Τούκρων. Αυτά τα τελευταία 6 νησιά ουδέποτε ξανακυβερνήθηκαν από Λατίνους. Μετά ύστερα από αντίσταση κατέκτησε τη Πάρο και τέλος η Νάξος η ίδια παραδόθηκε και συνθηκολόγησε με τον όρο να πληρώνει στο σουλτάνο ετήσιο φόρο 5,000 δουκάτων. Μετά ακολούθησε η Μύκονος και η Ανδρος που έγινε και αυτή φόρου υποτελής. Το 1538 ο Μπαρμπαρόσσα έκανε την επανεμφάνισή του στο Αιγαίο, λαμβάνοντας το φόρο υποτέλειας από τον Δούκα της Νάξου και καταλαμβάνει τις βόρειες Σποράδες. Την κατάσταση που επικρατούσε στα 1536 τη διαβάζουμε στη περιγραφή ενός Γάλλου αξιωματούχου σε αναφορά που παραδίδει στη κυβέρνηση του:
   
«…..τα νησιά Κέα, Σίφνος και Άνδρος, έχουν τους αυθέντες τους αλλά είναι υποτελείς στο Σουλτάνο. Τα άλλα 16 ανήκουν στον Δούκα αλλά μόνο 5 από αυτά- η Νάξος, η Σαντορίνη, η Μήλος, η Σύρος και η Πάρος – είναι κατοικημένα. Ο Δούκας της Νάξου, άνθρωπος τώρα περίπου 70 χρόνων, είναι από τη πλευρά του αξιώματος, ο πρώτος Δούκας της Χριστιανοσύνης. Αλλά, παρά το τίτλο του, είναι δούκας περισσότερο στο όνομα παρά στη πράξη, επειδή για όλα τα πράγματα ο μεγάλος Τούρκος σουλτάνος και οι υπουργοί του αποφασίζουν. Κάθε χρόνο όταν φτάνουν οι Τούρκοι πλοίαρχοι, οι υπήκοοι του δούκα υποβάλλουν τα παράπονα τους εναντίον του μπροστά σε αυτούς, έτσι που να μη μπορεί να τιμωρήσει τους υπηκόους του για τα εγκλήματα τους, ούτε για τις προσβολές τους εναντίον του προσώπου του. ντύνεται και συντηρείται σα φτωχός χωρίς καμιά μεγαλοπρέπεια ή ηγεμονική δαπάνη γιατί με όλο που εισπράττει 9,000 έως 10,000 δουκάτα το χρόνο απ’ τα νησιά του πρέπει να πληρώνει 4,000 δουκάτα φόρο στο σουλτάνο, και μόνη του σκέψη είναι πώς να εξοικονομήσει μερικά χρήματα για να δωροδοκήσει με αυτά, τους Τούρκους πλοιάρχους και τους υπουργούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η διοίκηση του είναι περισσότερο σκιά ηγεμονίας παρά διοίκηση…..»    
[7]
Εν τω μεταξύ η δυσαρέσκεια των Ελλήνων κατοίκων για τη διοίκηση του Δούκα μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο. Ο Τζοβάνι Δ’ για να συγκεντρώσει τα χρήματα για το φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο φορολόγησε άγρια τους υπηκόους του. εξάλλου και η αντιδημοτικότητα του καθολικού ιεράρχη εξαιτίας των σκανδάλων φούσκωνε τη δυσφορία των Ελλήνων με αποτέλεσμα ο αρχηγός της αντίδρασης ο Έλληνας μητροπολίτης Παροναξίας, Θεωνάς, να εξοριστεί από τον Δούκα με τη κατηγορία του στασιαστή, κάτι που φυσικά εξόργισε ακόμα περισσότερο τους Έλληνες.
Ο Τζοβάνι Δ’ απεβίωσε το 1564. Ο διάδοχος του, ο δευτερότοκος γιος του, Τζάκομο Δ’, ήταν και ο τελευταίος Χριστιανός "αυθέντης" του Δουκάτου. Η αυλή της Νάξου, υπό την ηγεσία του ήταν δοσμένη σε γιορτές και πανηγύρια, σε απολαύσεις και ασωτίες. Ακόμα χειρότερα οι καθολικοί ιερείς είχαν αποχαλιναγωγηθεί εντελώς. Ο κλήρος παρουσίαζε πλέον φανερά τις ερωμένες του και τα πλούτη του. Μάλιστα ο καθολικός ιεράρχης της Νάξου δεν δίστασε να παρουσιαστεί στη κηδεία της ερωμένης του και να δεχτεί τα συλλυπητήρια των υπολοίπων. Έτσι οι Έλληνες αποφάσισαν να στείλουν δυο απεσταλμένους τους στη Κωνσταντινούπολη να ζητήσουν από το Σουλτάνο δικό του αφέντη για να τους διοικήσει. Μόλις το έμαθε αυτό ο Τζάκομο πήγε στο Σουλτάνο με 12.000 δουκάτα, με την ελπίδα να καταφέρει να τον δωροδοκήσει και να διατηρήσει το Δουκάτο υπό την εξουσία του. Εκεί όμως, αντιμετωπίστηκε σκληρά. Όχι μόνο έχασε όλες τις κτήσεις του αλλά φυλακίστηκε κιόλας για 6 μήνες(για τη προσβολή της δωροδοκίας). Ο Σουλτάνος Σελίμ Β’ διόρισε διοικητή του δουκάτου, τον Εβραίο ευνοούμενό του, Ιωσήφ Νάζη, που το κυβέρνησε δια του αντιπροσώπου του Φραγκίσκο Κορονέλλο, επίσης Εβραίου στη καταγωγή, για 13 χρόνια.

Δούκες της Νάξου

Οικογένεια Σανούδο (Sanudo)

Οικογένεια Κρίσπο

Οθωμανός εκπρόσωπος

Όταν ο Σελίμ έγινε σουλτάνος του παραχώρησε το δουκάτο του Αιγαίου και το τίτλο του δούκα, με την υποχρέωση να τον προμηθεύει με 14,000 χρυσά δουκάτα το χρόνο, από τη φορολογία των νησιών. Χάρη σε αυτό το τίτλο έγινε ο πιο διάσημος και ισχυρός Εβραίος του καιρού του και οι ομόφυλοι του δεν δίσταζαν να του γράφουν διθυράμβους και να του αφιερώνουν τα έργα τους. Οι νησιώτες όταν άκουσαν αυτό το νέο θορυβήθηκαν πάρα πολύ και με πρεσβεία τους ζήτησαν από το σουλτάνο να επαναφέρει τον εκθρονισμένο δούκα, Τζιάκομο Δ’ Κρίσπο, αλλά αυτός αρνήθηκε. Ο Νάζη όσο καιρό κυβέρνησε το δουκάτο (13 χρόνια), δεν πήγε ποτέ στα νησιά και το γιατί δεν είναι γνωστό. Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι αυτό μπορεί να οφειλόταν είτε γιατί ήξερε την αντίδραση των νησιωτών είτε γιατί τον συγκινούσε η ζωή στη Κωνσταντινούπολη είτε γιατί οι μεγάλες επιχειρήσεις που έπρεπε να διευθύνει δεν του επέτρεπαν τη μετοίκηση κάπου αλλού. Πιθανόν να ίσχυαν και οι τρεις αυτοί λόγοι, πάντως το σίγουρο είναι ότι έστειλε εκ μέρους του, το Φραντζέσκο Κορονέλλο, να διοικήσει το Δουκάτο. Ο Κορονέλλο ήταν Ισπανοεβραίος και ο πατέρας του, ο Σολομών Κορονέλλο, είχε κάποτε χρηματίσει διοικητής της Σεγκόβια (στην Ισπανία) και ο ίδιος είχε σπουδάσει νομικά. Ούτε αυτός ήταν συμπαθής και πολύ περισσότερο που όντας πιστός υπήκοος των Τούρκων δεν άφηνε ούτε νέα ούτε τροφές να περάσουν από τα νησιά του στη Τήνο ή στη Κύπρο (κάτι που οι χριστιανοί δούκες άφηναν να γίνεται) και όταν έπιανε υπηκόους των Τούρκων να δραπετεύουν τους έπιανε και τους έστελνε πίσω στη Κωνσταντινούπολη. Σε μια περίπτωση μάλιστα έπιασε ένα κρητικό μπρίκι που πήγαινε χρήματα και μπαρούτι στη φρουρά της Τήνου και αφού κράτησε το φορτίο, πούλησε ως σκλάβους το πλήρωμα. Ο Κορονέλλο, θανάσιμος εχθρός της Βενετίας όπως και ο Νάζη, παρακίνησε το Πιαλή πασά να καταλάβει τη Τήνο. Σε ένα γράμμα του έγραφε στο Τούρκο ναύαρχο πως
    « η Τήνος είναι καταφύγιο όλων των φυγάδων δούλων και όλων των χριστιανών υποτελών. Αν δεν τη καταλάβετε, τα άλλα νησιά ποτέ δεν θα ησυχάσουν.»    
[8]
Ο Πιαλή πασάς πράγματι αποβιβάστηκε στη Τήνο μαζί με το Κορονέλλο και 8,000 άντρες αλλά η γενναία άμυνα των φρουρών του κάστρου, τον εμπόδισε να καταλάβει το νησί. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του Κορονέλλο στη Σύρο, συνελήφθη νύχτα από τους προύχοντες και παραδόθηκε στο καπετάνιο τριών βενετσιάνικων καραβιών της Κρήτης, που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τηνιακοί, πρόσφεραν στο καπετάνιο 500 τσεκίνια για να τους τον παραδώσει στο νησί τους. ο Κορονέλλο όμως πρόσφερε μεγαλύτερο ποσό στο καπετάνιο για να μην κάνει κάτι τέτοιο, και έτσι πήγε στα Χανιά όπου και φυλακίστηκε. Οι Τηνιακοί έστειλαν έναν απεσταλμένο στα Χανιά να ζητήσει από τη βενετσιάνικη κυβέρνηση να μην τον ελευθερώσουν αλλά να τον σκοτώσουν. Τελικά ο Κορονέλλο ελευθερώθηκε και λίγο αργότερα τον βλέπουμε να ξαναπαίρνει τη παλιά θέση του στη Νάξο. Ο Κορονέλλο έκτοτε δεν ξαναενόχλησε τους Τηνιακούς. Έπαιρναν νέα και τροφές από τη Σύρο με τη κρυφή ή φανερή σύμπραξη των χριστιανών υπαλλήλων του Νάζη, και συνέχισαν να περιθάλπουν τους φυγόδικους σκλάβους. Όταν το 1579 ο Νάζη πέθανε στη Κωνσταντινούπολη ο σουλτάνος προσάρτησε τα νησιά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Δουκάτο έπαψε κα τυπικά να υπάρχει. Για τον Κορονέλλο δεν έχουμε άλλες πληροφορίες αλλά σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς συνέχισε τη ζωή του στη Νάξο και αργότερα η οικογένειά του εξελληνίστηκε πλήρως.




 http://el.wikipedia.org/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου