Ο Αχιλλέας δένει το νεκρό Έκτορα στο άρμα του. Ζωγραφιστή απεικόνιση σε κεραμικό δοχείο του 6ου αιώνα π.Χ., στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος, άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως· η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε. Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν, την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο — μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο — ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή — εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή. Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο» είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω· καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας. Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των για του θανάτου την παντοτινή την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Ο Αχιλλέας θριαμβευτικά περιφέρει το άψυχο σώμα του Εκτορα δεμένο στο άρμα του.
Από τοιχογραφία του Αχιλλείου, Κέρκυρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου