Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Έλληνες πειρατές και κουρσάροι

της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΚΡΑΝΤΟΝΕΛΛΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Επτά ΗΜΕΡΕΣ) 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1997
Ελληνες πειρατές σε έφοδο. Ξυλογραφία των Decamps — Rouargue, μέσα 19ου αι. (συλλογή: «Βιβλιοφιλία — Κώστας Σπανός)
Ο 18ος ΑΙΩΝΑΣ είναι ο αιώνας των συγκρούσεων της Γαλλίας με όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Μετά την επεκτατική και υπεροπτική πολιτική του Λουδοβίκου ΙΔ της Γαλλίας, τα ευρωπαϊκά κράτη, ξεχωριστά ή συνασπισμένα σε συμμαχίες, στρέφονται κατά της Γαλλίας και της προσπάθειας της να επέμβει στα εσωτερικά των άλλων κρατών και να επιβάλει τη θέληση και δύναμη της. Αντιδρούν όχι με άμυνα αλλά με αντεπιθέσεις στην ξηρά και στη θάλασσα. Οι αντεπιθέσεις στη θάλασσα περιλαμβάνουν καταδιώξεις και καταλήψεις πλοίων του εμπορικού στόλου της Γαλλίας και πρόκληση σημαντικών ζημιών στο εμπόριο της. Οι συγκρούσεις γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου μετά τη ναυτική παρακμή της Βενετίας, η Γαλλία, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των δικών της εξαγωγών και εισαγωγών, έχει αναλάβει αποκλειστικά σχεδόν το διαμετακομιστικό εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εχει προξενεία σε θέσεις κλειδιά του τουρκικού κράτους, που εξυπηρετούν τα γαλλικά πλοία και γενικότερα τα γαλλικά συμφέροντα. Για να κτυπήσουν τα εκτεταμένα γαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο οι Αυστριακοί, οι Ολλανδοί, αλλά ιδιαίτερα οι Αγγλοι στρέφονται στους Ελληνες.Οχι μόνον στους λιγοστούς Ελληνες πειρατές, που ήδη ασκούσαν πειρατεία για ίδιον όφελος αλλά στον ευρύτερο κόσμο των Ελλήνων ναυτιλομένων. Τους προτρέπουν να γίνουν κουρσάροι υψώνοντας αυστριακή και κυρίως αγγλική σημαία.

Κουρσάροι

Για τους λόγους αυτούς το σκηνικό αλλάζει στην Ανατολική Μεσόγειο, τον 18ο αιώνα. Δεν υπάρχει μόνον πειρατεία αλλά και κουρσός. Ελληνες και ξένοι κουρσάροι ενεργούν για λογαριασμό εμπόλεμης ευρωπαϊκής δύναμης έχοντας υψωμένα τα εμβλήματα της και με καράβια αρματωμένα σε ευρωπαϊκά λιμάνια της Μεσογείου, την Τεργέστη, το Λιβόρνο, τη Μινόρκα. Οι Αγγλοι προχωρούν περισσότερο στη συνεργασία τους με τους Ελληνες. Τους επιτρέπουν το 1745 να ιδρύσουν δική τους παροικία στη Μινόρκα των Βαλεαρίδων, που είχε περιέλθει στην κυριαρχία τους με τη συνθήκη της Ουτρέχτης του 1713, μαζί με το Γιβραλτάρ. Τους εκχωρούν για εκμετάλλευση χέρσες εκτάσεις, αλυκές, οικονομικά προνόμια και το δικαίωμα ανέγερσης ορθόδοξης εκκλησίας. Οι Ελληνες ναυτικοί από την Πάτμο, την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο, την Κορσική, το Μεσολόγγι, που εγκαθίστανται στη Μινόρκα, μαζί με τους ραγιάδες των νησιών και τους Ελληνες υπηκόους των βενετικών κτήσεων είναι τα πληρώματα, οι πιλότοι και οι καπετάνιοι πλοίων που θα κτυπήσουν ευθύς αμέσως τα γαλλικά εμπορικά πλοία στις ελληνικές θάλασσες και την Ανατολική Μεσόγειο. Τον 18ο αιώνα τα πράγματα ανατρέπονται. Κύριος στόχος των κουρσάρων, Ελλήνων και ξένων, δεν είναι πια οι μουσουλμάνοι Τούρκοι αλλά οι Γάλλοι. Τα γαλλικά εμπορικά πλοία και το γαλλικό εμπόριο. Η μεταφορά από τα γαλλικά πλοία Τούρκων εμπόρων και τουρκικών προϊόντων είναι η αφορμή για την επίθεση. Σε τελευταία ανάλυση κύριο αίτιο είναι η σύγκρουση Αγγλων και Γάλλων για την υπεροχή στις θάλασσες και την επικράτηση στις αποικίες. Οι Ελληνες δεν άσκησαν την πειρατεία ή το κουρσός για την πειρατεία. Οι Ελληνες, με εξαίρεση ίσως τους Μανιάτες, δεν ήταν λαός πειρατών. Ηταν ναυτικοί. Φτωχοί ραγιάδες ή υπήκοοι της ξεπεσμένης Βενετίας ήθελαν να συγκεντρώσουν ένα σχετικό κεφάλαιο για να αποκτήσουν δικό τους μικρό πλοίο ή μεγαλύτερο από αυτό που είχαν ώς τότε και εξυπηρετούσαν τη ναυτιλία και το οθωμανικό εμπόριο... Ηθελαν να ξεφύγουν από τις αβανίες των Τούρκων και τις αρπαγές των Μαλτέζων, πλέοντος με ξένη σημαία που τους προστάτευε και το κυριότερο τους επέτρεπε και επέβαλε να ταξιδεύουν με καράβια εξοπλισμένα με κανόνια για επίθεση αλλά και άμυνα. Τα ελληνικά πλοία επανδρώνονταν, όπως και τα ξένα κουρσάρικα, με μεγάλο αριθμό ικανών ανδρών από τα ελληνικά νησιά: Ζάκυνθο, Κεφαλληνία, Κύθηρα, Ιθάκη, Κρήτη και τα νησιά του Αρχιπελάγους.
Ελληνική φελούκα στα χρόνια της Επανάστασης (το αριστερό σκάφος τής εικόνας). Τύπος ελαφρού σκάφους με ένα πανί. Το χρησιμοποιούσαν στις επιθέσεις τους οι Ελληνες πειρατές και κυρίως οι Μανιάτες (Λιθογραφία, 1827, Μουσείο Μπενάκη)

Διαφορά μεταξύ πειρατείας και κουρσού

Η Σκάλα και η Χώρα της Ιου σε χαλκογραφία του β' μισού του 18ου αι. «Μικρή Μάλτα» αποκαλούσαν παλαιότερα την Ιο, η οποία από τα τέλη του 16ου και σε όλη τη διάρκεια του 17ου αι. ήταν καταφύγιο και κέντρο συνάντησης των πειρατών, που συχνά επισκεύαζαν εκεί και τα σκάφη τους (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Ποια η διαφορά μεταξύ πειρατείας και κουρσού και πόσο την τηρούσαν οι Ελληνες. Στην πειρατεία ο επιτιθέμενος δρα για το δικό του όφελος, με το δικό του πλοίο, οπουδήποτε αυτός κρίνει συμφερότερο: στο ανοιχτό πέλαγος ή μέσα στο λιμάνι ή σε απομακρυσμένους όρμους. Ιδιοποιείται τα κέρδη, είτε είναι εμπορεύματα, είτε είναι άνθρωποι που γίνονται σκλάβοι. Μπορεί αν θέλει να ζητήσει επί τόπου λύτρα για πλοίο, εμπόρευμα και ανθρώπους ή να αρπάξει το εμπόρευμα και να ζητήσει λύτρα για να αποδώσει πλοίο και πλήρωμα. Το παιχνίδι δεν έχει όρους ούτε περιορισμούς. Οι πειρατές είναι ιδιαίτερα σκληροί, πολλές φορές αιμοβόροι και στις συμπλοκές σφάζουν συχνά μέρος των αντιπάλων ή και όλους. Τα πλοία τους είναι μικρότερα από τα κουρσάρικα. Ο κουρσάρος ενδιαφέρεται κυρίως για τη φθορά της εχθρικής ναυτιλίας και του εμπορίου. Συλλαμβάνει τα εχθρικά πλοία και εμπορεύματα αλλά συχνά δεν έχει τι να κάνει τους άνδρες που τους εγκαταλείπει στο έλεος του Θεού. Το κουρσός είναι πράξη αναγνωρισμένη τον 18ο αιώνα από όλα τα κράτη και υπόκειται σε ορισμένους νόμους. Δεν επιτρέπεται λ.χ. η σύλληψη πλοίων αγκυροβολημένων μέσα στο λιμάνι αλλά όταν πλέουν στο πέλαγος. Η λεία πρέπει να είναι νόμιμη και να αποδίδεται στο κράτος που εξέδωσε την άδεια του κουρσού και επέτρεψε την ανύψωση της σημαίας. Εάν ο πρόξενος του αντίπαλου κράτους, εδώ της Γαλλίας, τη διεκδικήσει, έχει δικαίωμα να τη δεσμεύσει και να καταφύγει σε επίλυση της διαφοράς από ναυτοδικείο. Ομως με την πάροδο του χρόνου η φθορά των μεταφερόμενων προϊόντων, κυρίως τροφίμων και του ακίνητου πλοίου είναι μεγάλη και η ζημία ανυπολόγιστη. Ο κουρσάρος καταδιώκει επίμονα τον αντίπαλο αλλά μετά τη σύλληψη συνήθως υπάρχει κάποιος σεβασμός.
Ελληνικό πειρατικό πλοίο συλλαμβάνεται από αγγλικό σκάφος. Λιθογραφία των Wichelo IP Gauci — Engelmann, μέσα 19ου αι. (Μουσείο Βούρου — Ευταξία της Πόλεως των Αθηνών)
Οι Ελληνες ως πληρώματα ξένων κουρσάρων διακρίθηκαν για επιμονή και δραστηριότητα αλλά και για τη λιτότητα ζωής και την εργατικότητα. Δεν ξέρουμε όμως πόσα λάφυρα απέδιδαν από αυτά που άρπαζαν. Σύντομα έγιναν ονομαστοί οι Ελληνες κυβερνήτες ξένων κουρσαρικων που με απαράμιλλη τόλμη καταδίωκαν και άρπαζαν εχθρικά καράβια. Το 1734—1735ο κουρσάρος των Αυστριακών Ζώρζης Μανέτας και ο ετεροθαλής αδελφός του Ανδρέας Ρωμανός με 7 γαλιότες και μια βάρκα που είχαν αρματώσει στην Τεργέστη, με αυστριακά κεφάλαια βέβαια και επανδρώσει με άνδρες Ζακυνθινούς, Κεφαλονίτες, Ιθακήσιους και Λευκαδίτες συνέλαβαν περί τα 15 γαλλικά πλοία σε Ιόνιο και Αιγαίο, στον Παγασητικό και εκποίησαν το προϊόν των αρπαγών στη Σκόπελο, την Τήνο και στα λεγόμενα βενετικά νησιά για ίδιο βέβαια όφελος. Συνελήφθησαν από τους Βενετούς και οδηγήθηκαν στην Κέρκυρα. Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι και αναχώρησαν για Τεργέστη και Βιέννη. Σε όλο το διάστημα της δράσης του, οι νησιώτες ευνοούσαν τον Μανέτα. Μετά το 1750 έχουμε τη δράση των λεγομένων «αγγλογκρέκ» κουρσάρων. Το 1756 ο Νικόλαος Γεράκης από τη Μινόρκα όντας στην αγγλική υπηρεσία πήγε στη Μυτιλήνη με 14 άνδρες για ν' αρματώσει τον πίγκο του για κουρσός. Τον επάνδρωσε με 40 επιπλέον άνδρες από τη Φώκαια. Εδρασε στα Μοσχονήσια κατά γαλλικών πλοίων. Το 1757 ο Παναγιώτης ραγιάς, καπετάνιος σε αγγλικό πλοίο από τη Μινόρκα με 24 κανόνια και 42 άνδρες, κυρίως Ζακυνθινούς και Κέφαλο νίτες, επιτέθηκε και κατέλαβε μέσα στο λιμάνι του Βόλου πλοίο γαλλικό με φορτίο σταριού. Πλοία γαλλικού, όχι τουρκικού, στολίσκου κτυπήθηκαν με τον Παναγιώτη μεταξύ Σύρας και Τήνου επί 20 ώρες. Τίναξε το πλοίο του στον αέρα, σκότωσε 60 άνδρες του γαλλικού πολεμικού. Το καλοκαίρι με άλλον πίγκο επανεμφανίστηκε έξω από τη Χίο. Απαιτούσε λύτρα από όλα τα πλοία που συλλάμβανε. Ο Σουλτάνος εξέδωσε διαταγή σύλληψης του Παναγιώτη προς όλους τους πασάδες. Αυτός συνέχισε τη δράση του στα Κύθηρα. Το 1758 ο Λουκάς Βαλσαμάκης έδρασε με ελληνικό πλήρωμα. Πέρασε έξω από τη Σύρα σέρνοντας γαλλικό πλοίο. Αρπαξε άλλο στη Σκύρο. Συνέχισε τη δράση στον Κάβο—Ντόρο και τα Κύθηρα. Το 1759 ο Ζακυνθινός Κωνσταντίνος Καλαμάτας, στην υπηρεσία της Αγγλίας, έκανε αισθητή την παρουσία του στα πελοποννησιακά παράλια. Το πλήρωμα του αποτελούσαν 87 νησιώτες ραγιάδες και Βενετοί υπήκοοι. Συνέλαβε γαλλική βάρκα με φορτίο αξίας 150.000 πιάστρων. Οι «αγγλογκρέκ» είχαν ορμητήριο τα Κύθηρα. Παραμόνευαν και άρπαζαν όλα τα πλοία που έφθαναν από Γαλλία και Ιταλία. Τα οδηγούσαν στη Μάνη όπου μοίραζαν τη λεία. Πετύχαιναν τους στόχους τους. Ο Γάλλος πρόξενος στη Χίο Ζουβέν διαπιστώνει μείωση του γαλλικού εμπορίου. Ομως τα κουρσάρικα δεν είναι δικά τους. Οπως δεν είναι ιδιόκτητα τα 40 εμπορικά πλοία, χωρητικότητας 1.000—2.500 κονταριών που διακινούν οι Σφακιώτες καραβοκυραίοι από τα Χανιά και άλλα τόσα από Ηράκλειο και Ρέθυμνο.
Χάρτης της Μήλου, 1700. Από τα τέλη του 16ου αι. και σε όλη τη διάρκεια του 17ου αι. η Μήλος ήταν καταφύγιο, ορμητήριο και κέντρο μεταπρατικού εμπορίου των χριστιανών πειρατών. Η διακίνηση της πειρατικής λείας είχε ως αποτέλεσμα την ευημερία των κατοίκων. Η συμβίωση, όμως, με τους πειρατές και τους μεταπράτες έφερε έκλυση των ηθών (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι

Αυτό είναι το σκηνικό στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο μέχρι την άφιξη του 1770, οπότε καταφθάνει ρώσικος στόλος στην Πελοπόννησο. Εχουμε τα Ορλωφικά, τον ξεσηκωμό των Μανιατών όλου του Μωριά, αλλά και των Σφακιανών, Σπετσιωτών και Ψαριανών:
«Ακόμη τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες,
ως που ναρθεί ο Μόσκοβος να φέρει το σεφερι Μωριά και Ρούμελη».
Ο ρωσικός στόλος δεν έφερε εκ πρώτης όψεως το σεφέρι, αλλά άγριες σφαγές και λεηλασίες στην Πελοπόννησο, στη Χώρα Σφακιών και στις Σπέτσες. Ομως με την παρουσία και προστασία του στο Αιγαίο έδρασαν οι Ελληνες ελεύθερα σαν Ρώσοι κουρσάροι. Οικειοποιήθηκαν τα τουρκικής ιδιοκτησίας πλοία που μέχρι τότε κυβερνούσαν σαν απλοί καραβοκύρηδες και ενίσχυσαν τον οπλισμό τους και τα πληρώματα. Μετά το τέλος του πολέμου οι εγκαταστάσεις των Ρώσων στα νησιά και τα ρωσικά πλοία περιήλθαν στους Ελληνες. Το 1774 η συνθήκη του Κουτσούκ—Καϊναρτζή με φανερές και μυστικές διατάξεις επέτρεψε στους Ελληνες ναυτιλομένους να διατηρήσουν τα προνόμια που είχαν αποκτήσει ως κουρσάροι, ταξιδεύοντας πάνοπλοι με ρωσική σημαία. Η δράση των Ελλήνων κουρσάρων συνεχίστηκε και μετά το τέλος του πολέμου. Τότε έδρασαν σαν πειρατές: ο Ζακυνθινός ΝτεληΚωσταντής σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο από τη Δαμιέπη ως τους Επτά Κάβους και από το Καστελλόριζο στη Σαπιέντζα. Ο Κασιώτης Μουρσελάς στα Επτάνησα με πληρώματα Σφακιώτες και Κεφαλλονίτες. Ο Καραμόσχος στα μακεδόνικα παράλια. Ο Κεφαλονίτης Παναγής Ριτσαρδόπουλος ο επιλεγόμενος καπετάν Στεκούλης με ρώσικη σημαία στο τρικάταρτο καράβι του. Στον δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1788—1792) η Ρωσία δεν έστειλε στόλο στη Μεσόγειο. Τη ναυτική της παρουσία έκανε με 2 στολίσκους κουρσάρων. Ο πρώτος υπό τον Ελληνα Λάμπρο Κατσώνη, ταγματάρχη του ρωσικού στρατού και ο δεύτερος υπό τον Μαλτέζο κουρσάρο G. Lorenzi. Δυστυχώς δεν συνεργάστηκαν. Ο Κατσώνης έφθασε στη Ζάκυνθο την άνοιξη 1788 επικεφαλής φρεγάτας με 32 κανόνια και 150 μισθοφόρους που του είχαν εμπιστευθεί οι Ελληνες της Τεργέστης, συνοδευόμενος από 6 καταδρομικά. Μοίρασε διπλώματα καταδρομών σε Μανιάτες και Κεφαλονίτες που έδρασαν περισσότερο ως πειρατές. Αυτός σ' όλο το διάστημα της μακρόχρονης παρουσίας και δράσης του στον ελληνικό χώρο καταδίωξε όχι μόνον Τούρκους και Αλβανούς αλλά και Ελληνες καραβοκύρηδες που δεν δέχονταν να ενταχθούν με τα πλοία τους στο στόλο του και να παρουσιάσουν ένα πανελλήνιο ναυτικό κίνημα. Ηταν από τους πρώτους που διείδαν την επιτυχία μιας ελληνικής εξέγερσης με τη βοήθεια της Ρωσίας αλλά και χωρίς αυτήν.
Ελληνες πειρατές. Ελαιογραφία σε μουσαμά, του Antoine Alphouse Montjort (Μουσείο Βουρου — Ευταξία της Πόλεως των Αθηνών)

Ισχυρός στόλος

Μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου και ενώ είχε επικρατήσει η επανάσταση του 1789 στη Γαλλία και η κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας το 1797, στις ελληνικές θάλασσες βασίλευε πλήρης ανησυχία. Ελληνες και ξένοι ασκούσαν πειρατεία μικρής και μεγάλης κλίμακας. Οι κλέφτες των ελληνικών βουνών κατέβηκαν και έδρασαν στις ελληνικές θάλασσες. Οι άνδρες του Ζαχαρία μαζί με Μανιάτες ορμούσαν από το Λεωνίδιο στο τρίγωνο Αίγινας — Πόρου — Σαλαμίνας. Στο Θερμαϊκό μέχρι την Εύβοια δρα ο θρυλικός Νικοτσάρας. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου των ναπολεοντίων πολέμων υπήρξε η διάσπαση από τους Ελληνες πλοιοκτήτες του αγγλικού αποκλεισμού των λιμένων της δυτικής Μεσογείου. Το ναυτικό εμπόριο περιήλθε στους Υδραίους, τους Σπετσιώτες και τους Ψαριανούς. Αποκόμισαν αμύθητα κέρδη. Ιδιαίτερα οι Υδραίοι που εμπορεύονταν πάντοτε το στάρι. Αγόραζαν το προϊόν από την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα και με υψηλό κίνδυνο τροφοδοτούσαν Γαλλία και Ισπανία. Τα κολοσσιαία κεφάλαια για το εμπόριο κατέβαλαν οι ίδιοι οι πλοιοκτήτες. Στην Υδρα οι πλουσιότεροι έκτισαν στα σπίτια τους θολωτά θησαυροφυλάκια για να φυλάξουν τα τάληρα. Αλλά και οι πλοιοκτήτες άλλων νησιών της Σκοπέλου, της Μυκόνου, της Κεφαλληνίας πλούτισαν στην ταραγμένη αυτή περίοδο. Συνάγουμε λοιπόν το συμπέρασμα ότι οι Ελληνες δεν ήταν λαός πειρατών. Ηταν λαός ναυτικών και εμπόρων. Στη δύσκολη διαδρομή τους άσκησαν περιστασιακά πειρατεία για να αποκτήσουν κομπόδεμα — κεφάλαιο συμμετοχής σε ναυτικές ή εμπορικές επιχειρήσεις. Ο ισχυρός στόλος τους ήταν από τους κύριους συντελεστές της επιτυχίας της ελληνικής επανάστασης.

Βιβλιογραφία

Γενικά Αρχεία τον Κράτους
ANF. AFF. ETR. — Γαλλικά Προξενικά Αρχεία
Α. Κραντονέλλη, «Ελληνική και Ξένη Πειρατεία και Κουρσός», 1699—1825 (προς έκδοση).
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου