Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ



Πριν από το 1204 οι προσπάθειες των Δυτικοευρωπαίων (Λατίνων) να καταλάβουν εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ευδοκίμησαν μόνο στο Ιόνιο πέλαγος (Κεφαλονιά και Ζάκυνθο). Η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν η αποφασιστική καμπή για την παγίωση της φραγκικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Σύμφωνα με τη συνθήκη κατανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στους Φράγκους σταυροφόρους δόθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στην πράξη η κατανομή ανατράπηκε από την απροθυμία-αδυναμία των Βενετών να καταλάβουν το σύνολο των περιοχών που τους είχαν παραχωρηθεί, όπως και από την εμφάνιση Βυζαντινών αντιπάλων που ίδρυσαν κυριαρχίες αρχικά στην Ήπειρο (δεσποτάτο της Ηπείρου) και αργότερα στην Πελοπόννησο (δεσποτάτο του Μυστρά).
Μετά την εκλογή του Βαλδουίνου, κόμη της Φλάνδρας, στο θρόνο της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης και την εκχώρηση της Θεσσαλονίκης στο Βονιφάτιο το Μομφερατικό, οι σταυροφόροι επιδόθηκαν στην εξάπλωσή τους προς τα βυζαντινά εδάφη που δικαιούνταν βάσει της συνθήκης κατανομής της Ρωμανίας. Η εκστρατεία προς το νότο σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από το Βονιφάτιο, που επιθυμούσε να καταλάβει την ανατολική Ελλάδα και τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Μοναδικό εμπόδιο στην επιχείρηση αυτή ήταν ο Λέων Σγουρός που, εκμεταλλευόμενος τη βυζαντινή αποδιοργάνωση, είχε επικρατήσει στην Αργολίδα, την Κορινθία, την Αττική και τη Βοιωτία. Η αντίσταση του Σγουρού (1205-1208) γρήγορα περιορίστηκε σε τρία κάστρα, του Άργους, του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου. Ο Βονιφάτιος δεν κατάφερε να τα καταλάβει και αποχώρησε. Ο θάνατος του Σγουρού δεν άλλαξε την κατάσταση, καθώς τη θέση του πήρε ο Θεόδωρος Δούκας, αδελφός του Μιχαήλ, του δεσπότη της Ηπείρου. Η πολιορκία συνεχίστηκε από το Γοδεφρίγο Βιλεαρδουίνο, που κατάφερε να καταλάβει το τελευταίο φρούριο, του Άργους, το 1212.
Ο Βονιφάτιος εγκατέστησε βασάλους του στη Θεσσαλία, τη Βοδονίτσα (Μενδενίτσα), τα Σάλωνα και την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η σημαντικότερη φραγκική ηγεμονία, το δουκάτο της Αθήνας, υπό την ηγεσία του Όθωνα ντε λα Ρος. Οι έριδες στο στρατόπεδο των Φράγκων και η επιτυχημένη δράση του Θεόδωρου Δούκα, δεσπότη της Ηπείρου, είχαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των φραγκικών ηγεμονιών. Ως το 1225 η Θεσσαλία και η Μακεδονία έπεσαν στα χέρια του Δούκα. Οι προσπάθειες των Φράγκων να ανακάμψουν απέτυχαν, επειδή η εδαφική συνέχεια της Λατινικής Αυτοκρατορίας διακόπηκε και η απειλή των Βουλγάρων, των Δουκών και των Νικαιωτών παρέμεινε ισχυρή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ανασυστάθηκε το 1261 και αρκετά από τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου επανήλθαν στη βυζαντινή εξουσία (Λήμνος, Μυτιλήνη, Χίος). Το δουκάτο της Αθήνας καταλύθηκε το 1311, όταν Καταλανοί και Αραγόνες μισθοφόροι το κατέλαβαν και αργότερα επεκτάθηκαν προσαρτώντας τη Λαμία, τη Νέα Πάτρα, το Σιδηρόκαστρο και ιδρύοντας ένα δεύτερο δουκάτο, αυτό της Νέας Πάτρας.
Μεταξύ 1205 και 1208 ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ και ο Γοδεφρίγος Βιλεαρδουίνος είχαν προχωρήσει στην κατάκτηση της Αχαΐας, της Ηλείας, της Μεσσηνίας, της Κυπαρισσίας και μέρους της Αρκαδίας. Η ηγεμονία που ίδρυσαν ονομάστηκε πριγκιπάτο της Αχαΐας και αποδείχτηκε η πιο μακραίωνη φραγκική κυριαρχία στον ελληνικό χώρο. Παρά τις συμμαχίες με τη Βενετία και τη διαρκή παπική υποστήριξη, το πριγκιπάτο έπαψε να υφίσταται το 1462, μετά τη διαρκή επίθεση από το δεσποτάτο του Μυστρά και την οθωμανική λαίλαπα.
Εισαγωγή του φεουδαλικού συστήματος
Η παρουσία των Φράγκων σήμανε αναδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού στα πρότυπα της δυτικοευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Η νέα κατάσταση μάλιστα κωδικοποιήθηκε στο κείμενο που ονομάστηκε «Ασίζες της Ρωμανίας». Τα δουκάτα διαιρέθηκαν διοικητικά σε βαρονίες και φέουδα, τα οποία δόθηκαν σε βασάλους των ηγεμόνων. Η κατάκτηση και οι νέες συνθήκες στη γαιοκατοχή, όπως και η θρησκευτική ετεροδοξία, αποτέλεσαν τα διαφοροποιητικά στοιχεία σε μια κοινωνία όπου απαξιώθηκαν οι κάθε είδους επαφές ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους. Ο κοινωνικός εξοβελισμός των γασμούλων, των παιδιών που προέκυπταν από μεικτούς γάμους, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε η φραγκική κυριαρχία και οι κοινωνικές σχέσεις εντός αυτής ποτέ δε σταθεροποιήθηκε, εφόσον οι πολεμικές συγκρούσεις ήταν διαρκείς, όπως και οι αλλαγές στη δυναστική συνέχεια. Η αβεβαιότητα, η απόλυτη εξάρτηση από τον παπισμό και τις δυτικές δυνάμεις αποδείχτηκαν ανυπέρβλητοι παράγοντες αποσταθεροποίησης, αποξενώνοντας το φραγκικό στοιχείο από το ντόπιο.
Αναφορικά με τους νέους εποίκους από τη Δύση χρησιμοποιήθηκαν αδιάκριτα δύο όροι , «Φράγκοι» και «Λατίνοι», τόσο από τους βυζαντινούς όσο και από τους ίδιους τους Δυτικούς. Οι όροι αυτοί σχετίζονται γενικά με γλωσσική και την ευρύτερα πολιτισμική ταυτότητα των ανθρώπων που προσδιορίζουν: Καταλανούς, Βουργούνδιους, Καμπανούς, Ναβαραίους, Νορμανδούς, Φλωρεντινούς και Βενετούς. Ως «Λατίνοι» πολλές φορές αναφέρονται εκείνοι που ακολουθούν συνήθειες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και, στο βαθμό που τα λατινικά ήταν η επίσημη εκκλησιαστική λειτουργική γλώσσα, ο όρος έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο δε όρος «Φράγκοι» δηλώνει πολιτικές καταβολές στο βαθμό που οι έποικοι προέρχονταν από πρώην κτήσεις του Φραγκικού κράτους του Καρλομάγνου.
Στους τρεις αιώνες της Φραγκοκρατίας στο Αιγαίο διακρίνονται πέντε μεγάλα κύματα εποίκων από τη Δύση.
1. Η πρώτη αισθητή παρουσία Δυτικών χρονολογείται τον 12ο αι. και σχετίζεται με τη δράση των Βενετών, των Γενουατών και άλλων Ιταλών εμπόρων.
2. Στο πλαίσιο της Δ΄ Σταυροφορίας σημειώθηκε αξιόλογη μετακίνηση πληθυσμών από τα λατινικά κράτη της Συρίας και από τη Δύση. Εκτός από τους Βενετούς, συναντώνται Βουργουνδοί, Καμπανοί, Φλάνδροι και Λομβαρδοί, δηλ. κάτοικοι περιοχών που κάποτε ανήκαν στο κράτος του Καρλομάγνου, και για το λόγο αυτό ονομάστηκαν «Φράγκοι».
3. Το τρίτο κύμα εποίκων εμφανίστηκε περί το 1260 και σχετίζεται με την πτώση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολη και την προστασία που ζήτησαν οι Φράγκοι από τους βασιλείς της Νάπολης Ανζού. Περί τα τέλη του 13ου αι. στο Αιγαίο δραστηριοποιήθηκαν μερικές μεγάλες οικογένειες όπως οι Τουσί, οι Ολνέ (Ονουά), οι λε Μορ, καθώς οι τραπεζίτες Ατζαγιόλι από τη Φλωρεντία.
4. Το μεγαλύτερο κύμα εποίκων από τη Δύση στο Αιγαίο έλαβε χώρα μετά το 1302 όταν κατέφθασαν οι πολεμιστές της Μεγάλης Καταλανικής Εταιρείας, οι οποίοι είχαν βρεθεί χωρίς απασχόληση και αναζητούσαν νέο πεδίο δράσης. Χάρη σ’ αυτούς άλλαξαν οι πολιτικές ισορροπίες στο χώρο. Οι Καταλανοί ήρθαν σε σύγκρουση με τους Φράγκους, τους οποίους νικήσαν στη μάχη του Αλμυρού το 1311 και κατέλαβαν το Δουκάτο των Αθηνών.
5. Περί το 1370 στο Αιγαίο εμφανίστηκαν οι Γασκόνοι και οι Ναβαραίοι μισθοφόροι, που όπως και οι Καταλανοί, δεν έβρισκαν πλέον απασχόληση στη Δύση και αναζήτησαν καλύτερη μοίρα στην Ανατολή. Ο αριθμός τους δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά είναι βέβαιο ότι αποτέλεσαν αξιόλογο παράγοντα στις πολιτικές αλλαγές στα τέλη του 14ου αι., οι οποίες προανήγγειλαν την εμφάνιση μία νέας πολιτικής δύναμης, των Οθωμανών.
Οπωσδήποτε η στρατιωτική κατάκτηση και η πολιτική εγκατάσταση στο χώρο του Αιγαίου επιτεύχθηκαν από τους Δυτικούς χάρη στη μειωμένο ρόλο και δυνατότητα παρέμβασης της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας στον αιγαιακό χώρο. Στο νέο πολιτικό χάρτη του διαμορφώθηκαν έξι περιοχές με αξιοσημείωτη πολιτική οργάνωση και σταθερότητα: η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, η Ηγεμονία (στη συνέχεια Δουκάτο) των Αθηνών και Θηβών, το Δουκάτο του Αιγίου, η Τριαρχία της Εύβοιας (Νεγκροπόντε) και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αναδείχθηκαν ως πολιτικοί παράγοντας επίσης και διάφορες μικρότερες περιοχές που αποτελούσαν οικογενειακές κτήσεις, όπως οι επαρχίες της Βοδόνιτσας και των Σαλώνων (Άμφισσα), όπως και πληθώρα Ιταλών αρχόντων που είχαν εγκατασταθεί στα νησιά του Αιγαίου ή του Ιονίου ως υποτελείς της Βενετίας ή του δούκα του Αιγαίου. Ιδιότυπο ήταν το καθεστώς σε ορισμένες περιοχές που λειτουργούσαν ως αποικίες και διοικούνταν από αξιωματούχος της Βενετίας ή της Γένοβας με ετήσια ή διετή θητεία. Πρόκειται κυρίως για τους φρούραρχους (καστελάνους) της Μεθώνης και της Κορώνης και τον δούκα της Κρήτης. Μετά το 1346 με τέτοιο καθεστώς εγκαταστάθηκαν στη Χίο οι εκπρόσωποι της γενοβέζικης εταιρίας Μαόνα.
Η γέννηση του φραγκικού Αιγαίου τοποθετείται χρονικά στις αρχές του 13ου αι. Καταλανοί, Τούρκοι, Ιωαννίτες Ιππότες και Βενετοί, ως βασικοί πρωταγωνιστές, βρίσκονταν συνεχώς σε ανταγωνισμό, στο πλαίσιο του οποίου εναλλάσσονταν πόλεμοι, συμμαχίες και κάθε λογής σκευωρίες. Σύμφωνα με την επικρατούσα ιδεολογία των ιερών πολέμων, το Αιγαίο απέκτησε θέση προπύργιου στον αγώνα της χριστιανοσύνης εναντίον της απειλής από τους μουσουλμάνους Τούρκους.
Από την άλλη, το Αιγαίο ενώθηκε με την υπόλοιπη Μεσόγειο τόσο σε εμπορικό και οικονομικό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό . Για πρώτη φορά μετά από την Ύστερη Αρχαιότητα το Αιγαίο ενοποιήθηκε σε ένα ευρύτερο μεσογειακό κόσμο. Οι εξελίξεις στο Αρχιπέλαγος αφενός είχαν αντίκτυπο στην Νάπολη, στο Παλέρμο, στη Ρώμη, στη Βαρκελώνη και στο Παρίσι, αλλά και αντιστρόφως επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές ισορροπίες στη Δύση.
Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι τάσεις των τοπικών ηγεμόνων και αρχόντων στο Αιγαίο να επιβάλουν ανεξάρτητη διοίκηση και λειτουργία. Είναι γνωστές π.χ. οι διαμάχες με τον Πάπα για τους τίτλους και την εκκλησιαστική περιουσία, όπως και η διαμάχη των ηγεμόνων της Αθήνας Γκιγιό με τους Ανζού στα τέλη του 13ου αι. Ενίοτε μάλιστα οι υποτελείς ηγεμόνες στο Αιγαίο αναζητούσαν την επικυριαρχία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, συνάπτοντας διάφορες συμφωνίες.
Σε επίπεδο εσωτερικής λειτουργίας παρατηρείται αναζωογόνηση των οικονομικών δομών. Έγιναν προσπάθειες για ενοποίηση των μέτρων και το σταθμών, κυκλοφορήσαν πληθώρα νομισμάτων μικρής αξίας που φανερώνουν εμπορική κινητικότητα και ανάπτυξη των συναλλαγών.
Το ιδιόμορφο πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε στον αιγαιακό χώρο κατά την περίοδο ανάμεσα στον 13ο και 15ο αιώνα θέτει πλήθος ερωτημάτων σχετικά με τις κοινωνικο-οικονομικές, αλλά και τις πολιτισμικές διαστάσεις, των κοινωνιών του Αιγαίου. Στη μελέτη της περιόδου της Λατινοκρατίας – ή Φραγκοκρατίας – η πλειονότητα των ερευνών των δυτικοευρωπαίων ιστορικών επικεντρώνεται κατά παράδοση σε πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, ενώ το βάρος στην ελληνική βιβλιογραφία πέφτει κυρίως στις πολιτισμικές διαστάσεις και κυρίως στη τέχνη: ζωγραφική και αρχιτεκτονική. Αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες κατά την πιο πρόσφατη περίοδο για μια πιο ολοκληρωμένη και σύνθετη εξέταση των φαινομένων που σχετίζονται με τη Φραγκοκρατία στο Αιγαίο. Μέσα από τις νέες αρχαιολογικέ και, νομισματολογικές έρευνες, αλλά και τη δημοσίευση νέων πηγών, επιχειρείται να δοθούν νέες απαντήσεις σχετικά με την επίδραση των νέων κυριάρχων στην ιστορία του Αρχιπελάγους. Αρκετές πτυχές της λειτουργίας των αιγαιακών κοινωνιών, όπως η πληθυσμιακή σύνθεση, οι σχέσεις μεταξύ των γηγενών και της άρχουσας τάξης, η εκμετάλλευση των πόρων και η ανάπτυξη νέων παραγωγικών μοντέλων, δεν έχουν ακόμα αποσαφηνισθεί πλήρως. Παράλληλα ορισμένα βασικά ζητήματα όπως το κατά πόσο μπορεί να γίνει λόγος για ένα καθεστώς αμιγούς φεουδαρχίας, ή το αν τελικά υπήρξε μια κοινωνία με ανάμικτο “βυζαντινο-φραγκικό” χαρακτήρα, παραμένουν επίσης υπό έρευνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου