Ο Νικόλαος Τασιάκος, ο τελευταίος επιζών ενός θρύλου του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε γίνει ο εφιάλτης των ιταλικών και των
γερμανικών δυνάμεων, θυμάται σαν χθες τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα του
1940, παραμονές Χριστουγέννων, όταν το «Παπανικολής» κατόρθωσε να
βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους
25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της
Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των
Ελλήνων.
Δύο μόλις χρόνια προτού κλείσει έναν αιώνα ζωής, μικρός το δέμας, αλλά με βλέμμα σπινθηροβόλο και διαύγεια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί μικρότεροί του, με πολυπεριποιημένο λευκό μουσάκι, όπως ορίζει η παράδοση των ναυτικών, και καλοχτενισμένη κόμη, ο κ. Τασιάκος αφηγείται στο ΑΜΠΕ τα γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της μεγάλης νύχτας καθώς και πτυχές της πολυφουρτουνιασμένης ζωής του ως το τελευταίο ρεμέτζο.
«Ονομάζομαι Νικόλαος Τασιάκος του Δημητρίου. Γεννήθηκα στη Δρακότρυπα. Έχω παράσημο, πολεμικό Σταυρό, διότι εκτέλεσα τη διακεκριμένη πράξη στο πεδίο της μάχης, και άλλα μετάλλια και θυρεούς αρκετούς. Είμαι ο τελευταίος επιζών του 'Παπανικολής'» μας λέει «κλείνοντας» σε τρεις γραμμές την ταυτότητα της ζωής του.
Από το χωριό του, ο κ. Τασιάκος έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε» κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα.Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στην Αθήνα. «Η Αθήνα για μένα ήταν ένας κόσμος πρωτοφανής» λέει. Άγνωστός μεταξύ αγνώστων στο «κλεινόν άστυ», βρήκε τη φιλική θαλπωρή σε μία οικογένεια από τη γενέθλια γη. Η γνωριμία μαζί τους έμελλε να αλλάξει τη ρότα της ζωής του, αφού ο μεγαλύτερος γιος τους τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης».
Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στη Νότια Πίνδο» απάντησε αυτός και παρά την απορία του αξιωματικού για το τι μπορεί να κάνει ένας στεριανός στη θάλασσα, τον έστειλε στο υποβρύχιο «Νηρεύς».
Από το «Νηρεύς» στον «Πρωτέα» και από εκεί, λίγο προτού κηρυχθεί ο πόλεμος, στον Παπανικολή. «Εκεί, όταν πήγα, ο κυβερνήτης ονομαζόταν Μίλτος Ιατρίδης. Ο πατέρας του ήταν από το Σοφικό Κορίνθου και η μάνα του από την Ηλεία. Σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ο πόλεμος της Γερμανίας με την Πολωνία. Ηταν η περίοδος που μπορούσα να απολυθώ. Με έβαλε (ο κυβερνήτης) κι έκανα ανακατάταξη. Έμεινα μόνιμος» θυμάται.
Δύο μόλις χρόνια προτού κλείσει έναν αιώνα ζωής, μικρός το δέμας, αλλά με βλέμμα σπινθηροβόλο και διαύγεια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί μικρότεροί του, με πολυπεριποιημένο λευκό μουσάκι, όπως ορίζει η παράδοση των ναυτικών, και καλοχτενισμένη κόμη, ο κ. Τασιάκος αφηγείται στο ΑΜΠΕ τα γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της μεγάλης νύχτας καθώς και πτυχές της πολυφουρτουνιασμένης ζωής του ως το τελευταίο ρεμέτζο.
«Ονομάζομαι Νικόλαος Τασιάκος του Δημητρίου. Γεννήθηκα στη Δρακότρυπα. Έχω παράσημο, πολεμικό Σταυρό, διότι εκτέλεσα τη διακεκριμένη πράξη στο πεδίο της μάχης, και άλλα μετάλλια και θυρεούς αρκετούς. Είμαι ο τελευταίος επιζών του 'Παπανικολής'» μας λέει «κλείνοντας» σε τρεις γραμμές την ταυτότητα της ζωής του.
Από το χωριό του, ο κ. Τασιάκος έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε» κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα.Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στην Αθήνα. «Η Αθήνα για μένα ήταν ένας κόσμος πρωτοφανής» λέει. Άγνωστός μεταξύ αγνώστων στο «κλεινόν άστυ», βρήκε τη φιλική θαλπωρή σε μία οικογένεια από τη γενέθλια γη. Η γνωριμία μαζί τους έμελλε να αλλάξει τη ρότα της ζωής του, αφού ο μεγαλύτερος γιος τους τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης».
Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στη Νότια Πίνδο» απάντησε αυτός και παρά την απορία του αξιωματικού για το τι μπορεί να κάνει ένας στεριανός στη θάλασσα, τον έστειλε στο υποβρύχιο «Νηρεύς».
Από το «Νηρεύς» στον «Πρωτέα» και από εκεί, λίγο προτού κηρυχθεί ο πόλεμος, στον Παπανικολή. «Εκεί, όταν πήγα, ο κυβερνήτης ονομαζόταν Μίλτος Ιατρίδης. Ο πατέρας του ήταν από το Σοφικό Κορίνθου και η μάνα του από την Ηλεία. Σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ο πόλεμος της Γερμανίας με την Πολωνία. Ηταν η περίοδος που μπορούσα να απολυθώ. Με έβαλε (ο κυβερνήτης) κι έκανα ανακατάταξη. Έμεινα μόνιμος» θυμάται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου