Οι Γερμανοί μόλις εισήλθαν στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941) φρόντισαν να ορκίσουν κυβέρνηση, φιλική προς αυτούς κυβέρνηση με πρωθυπουργό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Μετά την κατάληψη και της Κρήτης (Μάιος 1941) από τα γερμανικά στρατεύματα, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια βρέθηκε κάτω από την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα. Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι ακολούθησαν τους Γερμανούς στην κατάληψη τμημάτων της χώρας και αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο διαμελισμού της Ελλάδας. Η Ιταλία κατέλαβε τα Επτάνησα, ενώ στη Βουλγαρία παραχωρήθηκε αρχικά η ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και στο Νέστο, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Το τμήμα αυτό επεκτάθηκε αργότερα σχεδόν ως την Αλεξανδρούπολη. Τόσο οι Ιταλοί στα Επτάνησα όσο και οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
επιχείρησαν να εφαρμόσουν πολιτική αφελληνισμού. Η υπόλοιπη χώρα
διαιρέθηκε σε δύο ζώνες κατοχής, μία γερμανική και μία ιταλική. Η
γερμανική ζώνη περιλάμβανε τα 2/3 του νομού Έβρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, όλα τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου εκτός από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, την Αττική, την Κρήτη (εκτός από τον νομό Λασιθίου που ήταν υπό ιταλική διοίκηση) και από τις Κυκλάδες τη Μήλο. Η ιταλική ζώνη περιλάμβανε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής ανέρχονταν σε 100-120.000 άνδρες και
οι ιταλικές σε 140.000. Οι βούλγαροι στρατιώτες μαζί με τους κομιτατζήδες
ήταν περίπου 40.000. Οι κατακτητές, και ιδίως οι Γερμανοί και οι
Βούλγαροι, δαπανούσαν για την συντήρησή τους πόρους της χώρας. Συγχρόνως
η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλει στις δυνάμεις κατοχής μεγάλα
χρηματικά ποσά για τα έξοδα συντήρησης τους. Οι Γερμανοί δέσμευσαν όλα
τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. Οι ελεύθερες ζώνες, τα
τελωνεία, οι γενικές αποθήκες, οι αποθήκες συγκέντρωσης προϊόντων, τα
εμπορικά βιομηχανικά αποθέματα λεηλατήθηκαν για τις ανάγκες των
στρατευμάτων κατοχής ή και για να σταλούν πολύτιμα φορτία στη Γερμανία
και στην Ιταλία. Ακόμη και τα λαχανικά δεσμεύονταν για λογαριασμό των
στρατευμάτων κατοχής και έτσι, από την πρώτη στιγμή, η προμήθεια
τροφίμων και όλων των χρειωδών έγινε προβληματική για τον ελληνικό
πληθυσμό.
Συγχρόνως τα εισοδήματα, οι μισθοί και τα ημερομίσθια εκμηδενίζονται
με ραγδαίο ρυθμό κάτω από την πίεση ενός καλπάζοντος πληθωρισμού, ενώ η
εξαφάνιση των τροφίμων έχει ως άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση της μαύρης
αγοράς. Η όλη αυτή κατάσταση, ήδη από το καλοκαίρι του 1941 είχε ως
συνέπεια τον υποσιτισμό του λαού και αργότερα, η πείνα αρχίζει να
μαστίζει την Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν τον τρομερό χειμώνα του
1941-42, στον λεγόμενο Μεγάλο Λιμό.
Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της πείνας δεν είναι εξακριβωμένος,
υπολογίζεται όμως ότι φτάνει στις 300.000 για τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η γέννηση της Εθνικής Αντίστασης
Ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου
ήταν σχεδόν αποκομμένη από τη χώρα, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να
αναζητούν τρόπους αντίστασης στον κατακτητή. Η πάλη για την επιβίωση του
λαού ήταν ήδη μια πρώτη αυθόρμητη αντιστασιακή πράξη. Τα λαϊκά συσσίτια
που άρχισαν να λειτουργούν με την πρωτοβουλία των πιο δραστήριων
στοιχείων των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων και συλλόγων των
εργαζομένων αποτέλεσαν την πρώτη νίκη που απόσπασε ο ελληνικός λαός από
τους κατακτητές. Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση "Ελευθερία" ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη (πρώτη στην Ευρώπη επίσης), στις 15 Μαΐου 1941, περίπου ένα μήνα μετά την κατάληψη της πόλης από τα Γερμανικά στρατεύματα, με πρωτοβουλία των Παρασκευά Μπάρμπα (ΚΚΕ), Απόστολου Τζανή (ΚΚΕ), Ιωάννη Πασαλίδη (Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΕΔΑ), Σίμου Κερασίδη (ΚΚΕ), Αθανάσιου Φείδα (Αγροτικό Κόμμα), Ιωάννη Ευθυμιάδη (Δημοκρατική Ένωση) και του στρατιωτικού Δημήτριου Ψαρρού[1]. Η "Ελευθερία" συγκρότησε τις δύο πρώτες ένοπλες αντάρτικες ομάδες, τον "Αθανάσιο Διάκο" στα Κρούσσια του Κιλκίς με αρχηγό τον Χριστόδουλο Μόσχο (καπετάν Πέτρο)[2] και τον "Οδυσσέα Ανδρούτσο" στη Βισαλτία των Σερρών με αρχηγό τον Αθανάσιο Γκένιο (καπετάν Λασσάνη)[3], που δράσαν κατά Γερμανικών στόχων, καθώς η Κεντρική Μακεδονία ήταν στη Γερμανική ζώνη ελέγχου.
Εντυπωσιακό ράπισμα στα στρατεύματα κατοχής δόθηκε με το κατέβασμα
της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη. Τη νύχτα της 30ης Μαΐου 1941
δύο νέοι φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και ο Απόστολος Σάντας
της Νομικής, εκφραστές της ψυχικής διάθεσης του ελληνικού λαού,
σκαρφαλώνουν στον Ιερό Βράχο από τη βορειοδυτική πλευρά και χωρίς να
γίνουν αντιληπτοί από τη γερμανική φρουρά πλησιάζουν τον ιστό και
κατεβάζουν τη σβάστικα.[4]
Σιγά σιγά η αντίσταση του λαού κατά των κατακτητών άρχισε να απλώνεται και να οργανώνεται. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 ανακοινώθηκε η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ). Την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ διεύθυνε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ενώ στρατιωτικός αρχηγός του ανέλαβε ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με την συνεργασία των κομμάτων Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 1942 ιδρύθηκε η οργάνωση Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση. Άλλες αντιστασιακές ομάδες που αναγνωρίζονται επίσημα από το ελληνικό κράτος είναι η Εθνική Αλληλεγγύη, η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων (ΠΕΑΝ), η Εθνική Δημοκρατική Ένωση Ελληνοπάιδων (ΕΔΕΕ), τα ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ, η Έφεδρων Αξιωματικών Πατριωτική Οργάνωση (ΕΑΠΟ), η Ιερή Ταξιαρχία και η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ) [5] Άλλες οργανώσεις υπήρξαν επίσης η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, η οργάνωση Μπουμπουλίνα, ο ΕΣΕΑ (Ένωσις Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνος) και η ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση)[6][7] Περισσότερο μαζική από τις αντιστασιακές οργανώσεις κατάφερε να γίνει το ΕΑΜ.
Το ξεκίνημα της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο
Ήδη από τον Ιούλιο του 1941 δρούσαν στα Κρούσσια του Κιλκίς και στη Βισαλτία των Σερρών τα αντιστασιακά σώματα "Αθανάσιος Διάκος" και "Οδυσσέας Ανδρούτσος",
αντίστοιχα. Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού η οποία έλαβε
καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική
κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των
κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28
προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών
εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή
εξέγερση, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000
πατριώτες στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο.
Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σ' ολόκληρο τον
υπόδουλο ελληνικό λαό. Και καθώς σ' αυτά προσθέτονταν οι καθημερινές
εκτελέσεις Ελλήνων από τα στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα για
σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες, και η ομαδική εξόντωση των κατοίκων
των χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνου Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941) και Κλειστού, Κυδωνίας και Αμπελοφύτου Κιλκίς
(25 Οκτωβρίου 1941) από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι
μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.[8]
Από τις αρχές του 1942 η αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των
κατακτητών άρχισε να παίρνει μαζική μορφή. Από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη
κυρίως στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία
η αντίσταση έλαβε χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης. Το Φεβρουάριο του 1942 η
κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ίδρυση ένοπλων ανταρτικών
σωμάτων, στα οποία δόθηκε η ονομασία Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Τα πρώτα αυτά ανταρτικά σώματα έδρασαν στη Στερεά Ελλάδα. Επικεφαλής τους ορίστηκε από το ΕΑΜ ο γεωπόνος από τη Λαμία Θανάσης Κλάρας, ο οποίος έλαβε αμέσως το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης. Στις 22 Μαΐου ένα αντάρτικο απόσπασμα εισήλθε στο χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας και ανήγγειλε στους χωρικούς την έναρξη του ενόπλου αγώνα κατά των κατακτητών.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942, στην περιοχή της Ρεκάς
στη Φωκίδα, δόθηκε η πρώτη μάχη ανάμεσα στους αντάρτες του Βελουχιώτη
και στα ιταλικά στρατεύματα κατοχής, η οποία υπήρξε νικηφόρα για τους
αντάρτες. Στις 21 Οκτωβρίου 1942 οι αντάρτες συγκρούστηκαν με του
Ιταλούς στο χωριό Κρίκελλο,
όπου κατάφεραν να διαλύσουν το ιταλικό καταδιωκτικό απόσπασμα που
επιχειρούσε στην περιοχή. Στις 5 Δεκεμβρίου 1942 χτύπησαν ιταλική
φάλαγγα στην περιοχή της Χρύσως, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου 1942 χτύπησαν σε ενέδρα κοντά στο Μικρό Χωριό, την εμπροσθοφυλακή ιταλικού συντάγματος, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Ιταλούς.[9][10]
Μετά τις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ, σε μεγάλες περιοχές της
ορεινής Στερεάς Ελλάδας οι αντάρτες αφοπλίζουν τη χωροφυλακή και
απόλυτοι κύριοι στα χωριά αρχίζουν να οργανώνουν την εξουσία του ΕΑΜ. Σε
κάθε χωριό όριζαν «υπεύθυνους» στις διάφορες δραστηριότητες. Έτσι στις
ορεινές περιοχές άρχισε να δημιουργείται ένα ελεύθερο κράτος με τη
συνεργασία αγροτών και ανταρτών. Στα χωριά άρχισαν να λειτουργούν νέοι
θεσμοί που προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές
δομές. Οι θεσμοί αυτοί βασίζονταν στην αρχή της λαϊκής συμμετοχής για
όλα τα θέματα που αφορούσαν την κοινότητα. Έτσι η τοπική αυτοδιοίκηση
απόκτησε ουσιαστικό περιεχόμενο με την αναβίωση των κοινοτικών
παραδόσεων της Τουρκοκρατίας. Συγχρόνως η πνευματική και πολιτιστική
ανάπτυξη, έστω και κατά υποτυπώδη τρόπο στην αρχή, με τη μορφή του
βιβλίου, του θεάτρου και της μουσικής εισβάλλει στην ελληνική ύπαιθρο
και προσπαθεί να κατακτήσει τον αγροτικό πληθυσμό.
Παράλληλα, με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, στις 28 Ιουλίου 1942, ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας αναγγέλλει την ίδρυση των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ) ως ένοπλο τμήμα του ΕΔΕΣ. Οι πρώτες ανταρτικές δυνάμεις του στρατηγού Ζέρβα έδρασαν στην περιοχή του Βάλτου, στην Αιτωλοακαρνανία. Τέλος η τρίτη αντιστασιακή οργάνωση, η ΕΚΚΑ, ιδρύει και αυτή με τη σειρά της ανταρτικό σώμα, με αρχηγό τον Δημήτριο Ψαρρό. Το ανταρτικό αυτό σώμα έδρασε κυρίως στην περιοχή της Γκιώνας. Το Σεπτέμβριο του 1942 αγγλικό κλιμάκιο μελών της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΒΣΑ), με αρχηγό το συνταγματάρχη Μάγερς,
αποβιβάζεται κρυφά στην Ελλάδα, έρχεται σε επαφή με τις διάφορες
ανταρτικές ομάδες και κατορθώνει να συντονίσει τις ενέργειές τους.
Αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, στις 25 Νοεμβρίου 1942. Στην ανατίναξη έλαβαν μέρος 120 άνδρες του ΕΛΑΣ, 65 των ΕΟΕΑ και 12 Άγγλοι
κομάντος κάτω από την προσωπική καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και του
Ναπολέοντα Ζέρβα. Η ανατίναξη της γέφυρας καθυστέρησε για αρκετές
εβδομάδες τον εφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική, ανύψωσε
το ηθικό των Ελλήνων και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των
συμμάχων.
Η κορύφωση της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο
Από τις αρχές του 1943 το κύμα της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο ενδυναμώθηκε. Στις 12 Φεβρουαρίου 1943 διεξήχθη η μάχη της Οξύνειας, κοντά στο χωριό Οξύνεια ή Μερίτσα που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμπάκας.
Στην μάχη που θεωρείται η πρώτη μεγάλη μάχη της εθνικής αντίστασης,
συγκρούστηκαν δυνάμεις του ΕΛΑΣ με Ιταλική φάλαγγα 350 στρατιωτών που
είχαν προηγουμένως προχωρήσει σε λεηλασία του χωριού. Το αποτέλεσμα της
μάχης ήταν η καταστροφή της ιταλικής φάλαγγας, ενώ από την πλευρά του
ΕΛΑΣ υπήρξαν πολύ μικρές απώλειες. Στις αρχές Μαρτίου ομάδες του ΕΛΑΣ
ανατίναξαν σιδηροδρομική γέφυρα κοντά στην Καρδίτσα.
Το ιταλικό στρατιωτικό σώμα που βρισκόταν στην πόλη της Καρδίτσας
φοβούμενο για επίθεση στους στρατώνες του αποχώρησε από την πόλη, στην
οποία λίγο μετά εισήλθαν αγήματα του ΕΛΑΣ. Η Καρδίτσα απελευθερώθηκε
στις 11 Μαρτίου 1943 και παρέμεινε ελεύθερη μέχρι τις 10 Οκτώβριου 1943,
όταν την ανακατέλαβαν οι Γερμανοί. [11] Κοντά στην Καρδίτσα, στο οροπέδιο της Νεβρόπολης Αγράφων (καταλαμβάνεται σήμερα από τη λίμνη Ταυρωπού), τέθηκε σε λειτουργία από τις 9 Αυγούστου 1943, το αντάρτικο αεροδρόμιο με το οποίο εξασφαλίστηκε ανεφοδιασμός των αντάρτικων σωμάτων από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Στο διάστημα 4-7 Μαρτίου διεξήχθη η Μάχη του Φαρδύκαμπου, στην περιοχή της Σιάτιστας.
Οι Ιταλοί είχαν σημαντικές απώλειες. Η θέση τους στην περιοχή έγινε
επισφαλής με συνέπεια να αναγκαστούν λίγο καιρό αργότερα να
εγκαταλείψουν την πόλη των Γρεβενών. Λίγο αργότερα ακολούθησε και η απελευθέρωση του Καρπενησίου με αποτέλεσμα ήδη από τα μέσα του 1943 να έχει σχηματιστεί μία σημαντική ελεύθερη ζώνη στην ραχοκοκαλιά της κεντρικής Ελλάδας.
Αποδέκτες της δράσης των αντιστασιακών ομάδων στην ύπαιθρο, κατά τα
πρώτα χρόνια της αντίστασης, υπήρξαν κυρίως οι Ιταλοί που κατείχαν τις
περιοχές στις οποίες έδρασαν οι κυριότερες ένοπλες αντιστασιακές ομάδες.
Οι επιθέσεις που δέχονταν οι Ιταλοί από τους αντάρτες, είχαν ως
αποτέλεσμα να απαντούν συχνά με πράξεις αντιποίνων οι οποίες είχαν να
κάνουν είτε με μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων, είτε με καταστροφές
χωριών και εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού. Τον Οκτώβριο του 1942
κατέστρεψαν το χωριό Προσήλιο, στη Φωκίδα. Τον Δεκέμβριο του 1942 έκαψαν τα χωριά Χρύσω και Μικρό Χωριό στην Ευρυτανία και εκτέλεσαν κατοίκους.[12][13] Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αγριότητας από την πλευρά των Ιταλών κατακτητών υπήρξε η Σφαγή στο Δομένικο, τον Φεβρουάριο του 1943 ως αντίποινα για επιθέσεις που είχαν δεχτεί στην ευρύτερη περιοχή.[14][15] Τον Απρίλιο του 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Αγία Ευθυμία και Βουνιχώρα στην Φωκίδα.[16][17] Στις 2 Ιουνίου 1943 δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην ανατίναξη της σιδηροδρομικής σήραγγας στην περιοχή του Κουρνόβου (Τρίλοφο Φθιώτιδας).
Από την έκρηξη σκοτώθηκαν 580 Ιταλοί που επέβαιναν στο διερχόμενο
τρένο. Σε αντίποινα οι Ιταλοί εκτέλεσαν στην περιοχή 106 κρατουμένους.
Καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξη της αντίστασης στην ύπαιθρο υπήρξε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943. Οι Γερμανοί
υποχρεώθηκαν να αντικαταστήσουν τους Ιταλούς στη ζώνη ευθύνης τους
διασπείροντας περισσότερο τις δυνάμεις τους. Επιπλέον μέρος του οπλισμού
των Ιταλικών μεραρχιών που δρούσαν στην Ελλάδα, πέρασε σε αντάρτικες
ομάδες. Η ιταλική μεραρχία Πινερόλο που δρούσε στην κεντρική Ελλάδα,
παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ, ο οποίος με την εξασφάλιση του οπλισμού των Ιταλών
αύξησε σημαντικά τη δύναμή του.[18]
Από τα τέλη του 1943 οι επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων εναντίον
των Γερμανών άλλα και των Ελλήνων συνεργατών τους, που συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας πύκνωσαν. Στο διάστημα αυτό δόθηκαν πολλές μάχες, κυριότερες από τις οποίες ήταν η Μάχη στα Δερβενοχώρια, η Μάχη της Γλόγοβας, η Μάχη των Καλαβρύτων, η Μάχη της Στυμφαλίας, η Μάχη της Αμφιλοχίας, η Μάχη της Αγορέλιτσας, η Μάχη στις Καρούτες και η Μάχη της σοδειάς.
Οι Γερμανοί απαντούσαν στο αυξανόμενο κύμα αντίστασης με αντίποινα
απερίγραπτης σκληρότητας, που οδήγησαν σε μαζικές εκτελέσεις αμάχων,
μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων και καταστροφές πολυάριθμων χωριών. Τα
στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων του Χαϊδαρίου στην Αθήνα και του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη υπήρξαν οι έμψυχες αποθήκες δεσμωτών από τις οποίες ο κατακτητής αλίευε στην τύχη τα θύματά του και τα εκτελούσε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής ή στο Επταπύργιο.
Στην ύπαιθρο ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις καίγονταν και ο πληθυσμός
τους εκτελούνταν. Στις 16 Αυγούστου 1943, εκτελέστηκαν στο χωριό Κομμένο 317 άνθρωποι, ανάμεσά τους νήπια και παιδιά. Στις 9-13 Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανοί πυρπόλησαν τα Καλάβρυτα
και εξόντωσαν τον πληθυσμό τους. Συνολικά φονεύτηκαν 1101 άτομα ανάμεσα
στα οποία βρίσκονταν βρέφη και παιδιά κάτω των 14 χρονών. Στις 10
Ιουνίου 1944 πυρπολήθηκε το Δίστομο και εξοντώθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός του. και τέλος στις 13 Αυγούστου του ίδιου χρόνου πυρπολήθηκαν τα Ανώγεια στην Κρήτη και εκτελέστηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Αλληλεγγύης,
της εαμικής αντιστασιακής οργάνωσης που έπαιζε το ρόλο του Ερυθρού
Σταυρού κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο απολογισμός των θυμάτων είναι
τρομακτικός. 49.188 Έλληνες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, τους
Ιταλούς και τους Βούλγαρους. Γενικά, οι Γερμανοί για έναν νεκρό
στρατιώτη τους σκότωναν 10 Έλληνες, για έναν αξιωματικό 100 και για
συνταγματάρχες και στρατηγούς πάνω από 1000.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου