Ντόπιες Ελληνικές φυλές κατσίκας
Οι ντόπιες κατσίκες είναι ζώα ανθεκτικά, μικρού μέχρι μέσου μεγέθους (ΖΒ θηλυκών 30-50 κιλά, αρσενικών 40-65 κιλά) και χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία χρωματισμών. Υπάρχουν ζώα μονόχρωμα, μαύρα (κόρμπα), καστανά (κανούτα), άσπρα (φλώρα), κόκκινα (κάμπινα) ή με διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων. Το τρίχωμα τους, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μακρύ και τραχύ και η μέση παραγωγή τους κυμαίνεται 400-600 γρ./ζώο. Υπάρχουν κέρατα και στα δύο φύλα.
Η μέση εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή τους κυμαίνεται σε 50-100 κιλά περίπου το χρόνο για τις ορεινές περιοχές και για τις ημιορεινές και πεδινές περιοχές είναι πιο υψηλή και φτάνει τα 120-150 κιλά. Η πολυδυμία τους είναι γενικά μικρή και κατά μέσον όρο εκτιμάται γύρω στα 110-120%.
Οι ντόπιες κατσίκες στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές εκτρέφονται σε μεγάλα ποίμνια μόνιμα ή μετακινούμενα. Η διατροφή τους βασίζεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ή εξ’ ολοκλήρου ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής, στη φυσική βλάστηση. Όταν χορηγούνται συμπληρωματικά έτοιμες ζωοτροφές αυτό γίνεται κατά την χειμερινή περίοδο που η βλάστηση είναι φτωχή, ενώ οι θρεπτικές ανάγκες των ζώων είναι αυξημένες, αφού συνήθως οι τοκετοί πραγματοποιούνται την χειμερινή περίοδο. Αντίθετα στις πεδινές και παραθαλάσσιες περιοχές όπου διατηρούνται βελτιωμένες κατσίκες συνήθως προϊόντα διασταυρώσεων εντόπιων με φυλές υψηλής γαλακτοπαραγωγής του εξωτερικού), αυτές εκτρέφονται σε μικρά ποίμνια ως οικόσιτες ή ημιοικόσιτες. Τελευταία με τέτοιες κατσίκες έχουν δημιουργηθεί μεγάλες μονάδες, στις οποίες εφαρμόζεται συστηματικός σταβλισμός και διατροφή, ενώ στις περισσότερες από αυτές εφαρμόζεται μηχανική άμελξη.
Στις εντόπιες Ελληνικές φυλές αίγας περιλαμβάνεται και η φυλή Σκοπέλου η οποία όμως σε σύγκριση με τον υπόλοιπο εντόπιο πληθυσμό αιγών παρουσιάζει μεγαλύτερες αποδόσεις. Η μέση ετήσια γαλακτοπαραγωγή της γίδας Σκοπέλου εκτιμάται σε 300 κιλά γάλα, ενώ υπάρχουν άτομα τα οποία παράγουν περισσότερο από 600 κιλά. Το γάλα της χαρακτηρίζεται για την υψηλή λιποπεριεκτικότητα,5-6,5% και τα άλλα θρεπτικά συστατικά, όταν μάλιστα συγκριθεί με το γάλα βελτιωμένων φυλών. Ο δείκτης πολυδυμίας της φυλής εκτιμάται στο 1,4-1,5 περίπου ενώ η ποιότητα του κρέατος των εριφίων θεωρείται ιδιαίτερα υψηλή.
Τα γίδια της φυλής Σκοπέλου είναι επίσης ζώα μικρόσωμα, λιτοδίαιτα, με καλό χαρακτήρα και πολύ καλά προσαρμοσμένα στις συνθήκες της περιοχής που ζουν. Οι έντονοι χρωματισμοί που έχουν, ερυθροφαιά, μαυροφαιά, με κηλίδες ή όχι και το λείο τρίχωμα τους δίνουν στο σύνολο του κοπαδιού μια θαυμάσια εμφάνιση. Εκτρέφονται στις Βόρειες Σποράδες και ο πληθυσμός τους υπολογίζεται σε 8.000 κατσίκες περίπου. Συνήθως εκτρέφονται σε μικρά ποίμνια των 50 ατόμων και βόσκουν ελεύθερα σε θαμνώδεις εκτάσεις χωρίς να τους χορηγείται, τις περισσότερες φορές συμπληρωματική τροφή.
Εδώ και 20 χρόνια εφαρμόζεται συστηματικά πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης του πληθυσμού της, από την Διεύθυνση Γεωργίας του Ν. Μαγνησίας σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Γενετικής Βελτίωσης Ζώων του Υπουργείου Γεωργίας και το Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης Ζώων Καρδίτσας.
Υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι μπορούν τα ζώα αυτά, ως οικόσιτα, να αντικαταστήσουν τη φυλή Saanen (που δίνει γάλα φτωχό σε θρεπτικά συστατικά και είναι ευαίσθητη στις ελληνικές συνθήκες του περιβάλλοντος) και να αναβαθμίσουν γενετικά πολλά ποίμνια ημιορεινών περιοχών της χώρας μας και ιδιαίτερα νησιωτικών, τα οποία σήμερα έχουν χαμηλές αποδόσεις.
Η μέση εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή τους κυμαίνεται σε 50-100 κιλά περίπου το χρόνο για τις ορεινές περιοχές και για τις ημιορεινές και πεδινές περιοχές είναι πιο υψηλή και φτάνει τα 120-150 κιλά. Η πολυδυμία τους είναι γενικά μικρή και κατά μέσον όρο εκτιμάται γύρω στα 110-120%.
Οι ντόπιες κατσίκες στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές εκτρέφονται σε μεγάλα ποίμνια μόνιμα ή μετακινούμενα. Η διατροφή τους βασίζεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ή εξ’ ολοκλήρου ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής, στη φυσική βλάστηση. Όταν χορηγούνται συμπληρωματικά έτοιμες ζωοτροφές αυτό γίνεται κατά την χειμερινή περίοδο που η βλάστηση είναι φτωχή, ενώ οι θρεπτικές ανάγκες των ζώων είναι αυξημένες, αφού συνήθως οι τοκετοί πραγματοποιούνται την χειμερινή περίοδο. Αντίθετα στις πεδινές και παραθαλάσσιες περιοχές όπου διατηρούνται βελτιωμένες κατσίκες συνήθως προϊόντα διασταυρώσεων εντόπιων με φυλές υψηλής γαλακτοπαραγωγής του εξωτερικού), αυτές εκτρέφονται σε μικρά ποίμνια ως οικόσιτες ή ημιοικόσιτες. Τελευταία με τέτοιες κατσίκες έχουν δημιουργηθεί μεγάλες μονάδες, στις οποίες εφαρμόζεται συστηματικός σταβλισμός και διατροφή, ενώ στις περισσότερες από αυτές εφαρμόζεται μηχανική άμελξη.
Στις εντόπιες Ελληνικές φυλές αίγας περιλαμβάνεται και η φυλή Σκοπέλου η οποία όμως σε σύγκριση με τον υπόλοιπο εντόπιο πληθυσμό αιγών παρουσιάζει μεγαλύτερες αποδόσεις. Η μέση ετήσια γαλακτοπαραγωγή της γίδας Σκοπέλου εκτιμάται σε 300 κιλά γάλα, ενώ υπάρχουν άτομα τα οποία παράγουν περισσότερο από 600 κιλά. Το γάλα της χαρακτηρίζεται για την υψηλή λιποπεριεκτικότητα,5-6,5% και τα άλλα θρεπτικά συστατικά, όταν μάλιστα συγκριθεί με το γάλα βελτιωμένων φυλών. Ο δείκτης πολυδυμίας της φυλής εκτιμάται στο 1,4-1,5 περίπου ενώ η ποιότητα του κρέατος των εριφίων θεωρείται ιδιαίτερα υψηλή.
Τα γίδια της φυλής Σκοπέλου είναι επίσης ζώα μικρόσωμα, λιτοδίαιτα, με καλό χαρακτήρα και πολύ καλά προσαρμοσμένα στις συνθήκες της περιοχής που ζουν. Οι έντονοι χρωματισμοί που έχουν, ερυθροφαιά, μαυροφαιά, με κηλίδες ή όχι και το λείο τρίχωμα τους δίνουν στο σύνολο του κοπαδιού μια θαυμάσια εμφάνιση. Εκτρέφονται στις Βόρειες Σποράδες και ο πληθυσμός τους υπολογίζεται σε 8.000 κατσίκες περίπου. Συνήθως εκτρέφονται σε μικρά ποίμνια των 50 ατόμων και βόσκουν ελεύθερα σε θαμνώδεις εκτάσεις χωρίς να τους χορηγείται, τις περισσότερες φορές συμπληρωματική τροφή.
Εδώ και 20 χρόνια εφαρμόζεται συστηματικά πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης του πληθυσμού της, από την Διεύθυνση Γεωργίας του Ν. Μαγνησίας σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Γενετικής Βελτίωσης Ζώων του Υπουργείου Γεωργίας και το Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης Ζώων Καρδίτσας.
Υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι μπορούν τα ζώα αυτά, ως οικόσιτα, να αντικαταστήσουν τη φυλή Saanen (που δίνει γάλα φτωχό σε θρεπτικά συστατικά και είναι ευαίσθητη στις ελληνικές συνθήκες του περιβάλλοντος) και να αναβαθμίσουν γενετικά πολλά ποίμνια ημιορεινών περιοχών της χώρας μας και ιδιαίτερα νησιωτικών, τα οποία σήμερα έχουν χαμηλές αποδόσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου