Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε στην αρχή άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει… Κάποιοι άνθρωποι, που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιο λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ’ τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοι ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θ έ σ η του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα, ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις;… Μήπως ο θεός; Μα οι μεγάλοι, εξόν απ’ τ’ άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φκιάξανε το θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε θεός για παιδιά.
Του ‘ρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Ύστερα έσφιξε τα χέρια του. Και τότε, για πρώτη φορά, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο ε α υ τ ό ς του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας άλλος.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-
Του ‘ρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Ύστερα έσφιξε τα χέρια του. Και τότε, για πρώτη φορά, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο ε α υ τ ό ς του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας άλλος.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου