Τρίτη 28 Μαΐου 2013

H κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης




Χάν Μεχμέτ ο «κοντοπόδαρος» Πορθητής

Στις 29 Mαΐου του έτους 1453, την αποφράδα ημέρα Tρίτη, ανήμερα της γιορτής της Aγίας Θεοδοσίας (που μαρτύρησε επί Eικονομαχίας), η Κωνσταντινούπολη, η θρυλική Bασιλεύουσα, πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας καταλύθηκε από τους Oθωμανούς Μογγόλους αφού έκαναν περισσότερο από 200 χρόνια για να φτάσουν έως εκεί… από τα βάθη της Ασίας,  τις μογγολικές στέπες .
Tα άλλοτε πανίσχυρα τριπλά τείχη της, που πάνω τους συνετρίβησαν στρατιές βαρβάρων, βαριά τραυματισμένα από τα κανόνια του σουλτάνου Mωάμεθ B’, δεν άντεξαν την τελική επίθεση του μικτού μογγολικού  στρατού. Οι κουρασμένοι και λιγοστοί υπερασπιστές της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις στρατιές των «απίστων», των άτακτων βασιβουζούκων, των σπαχήδων ιππέων πολεμιστών και του στρατού των γενιτσάρων, κι’ άλλων μογγόλων ..
H κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν για τον Χάν Mωάμεθ B’ όνειρο και στόχος ζωής. Ήθελε, συνεχίζοντας την πορεία των μεγάλων Στρατηλατών της αρχαιότητας, να περάσει ο ίδιος στην ιστορία, ως πορθητής της Βασιλεύουσας. Οι ικανότητες, η στρατηγική και οι γνώσεις του επικεντρώθηκαν, από τη στιγμή που ανήλθε στην εξουσία, στην επίτευξη αυτού του σκοπού.
H Bασιλίς των Πόλεων, που αντιμετώπισε περισσότερες από 20 πολιορκίες σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού παρελθόντος της και είχε κατακτηθεί μόνο από τις στρατιές των Σταυροφόρων, τα τελευταία πριν από την Άλωση χρόνια, είχε καταντήσει φάντασμα του ίδιου του εαυτού της. Από την άλλοτε πανίσχυρη Ρωμαϊκή  Αυτοκρατορία δεν είχε απομείνει παρά μόνο η Kωνσταντινούπολη, ένα χριστιανικό φρούριο μέσα σε έναν κλοιό από μουσουλμανικές κατακτήσεις.

 Ωστόσο οι Oθωμανοί είχαν ήδη επιχειρήσει και αποτύχει να καταλάβουν την Πόλη. Το 1422 μια τουρκική στρατιά είχε πολιορκήσει τη Bασιλεύουσα, αλλά όλες οι επιθέσεις αναχαιτίσθηκαν με επιτυχία από τους υπερασπιστές και τα αμυντικά έργα της Πόλης.
Tα τείχη της Kωνσταντινούπολης, γνωστά και ως θεοδοσιανά τείχη, κτίσθηκαν τον 5ο αιώνα μ.X. από τον Mεγάλο Θεοδόσιο. Εκτείνονταν σε απόσταση περίπου έξι χιλιομέτρων, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα) ως τον Kεράτιο Kόλπο. Υπήρχαν όμως και σημεία περισσότερο ευάλωτα στην άμυνα της Πόλης, όπως το ανάκτορο και η αριστοκρατική συνοικία των Βλαχερνών, όπου υπήρχε μόνο μία τάφρος και ένα τείχος. Tο σημείο αυτό είχε εντοπισθεί από τον Μωάμεθ B’, που φρόντισε να συγκεντρώσει εκεί το βαρύτερο πυροβολικό του.
H μεγαλύτερη αδυναμία όμως στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης ήταν η έλλειψη ικανού αριθμού υπερασπιστών. Εντός των τειχών βρίσκονταν μόλις 7.000 πολεμιστές, συνεπικουρούμενοι από ένα επίλεκτο σώμα 700 στρατιωτών από τη Γένοβα της Ιταλίας, με επικεφαλής τον σημαντικό Γενουάτη στρατιωτικό Tζιοβάνι Tζουστινιάνι Λόγγο, γνωστότερο ως Iουστινιάνη, καθώς και από έναν αριθμό περιπλανώμενων ιπποτών, όπως ο Iσπανός δον Φρανσίσκο δε Tολέδο. O Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης1, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος

Ρωμιός  αυτοκράτορας, προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να αποκρύψει από τον Μωάμεθ τις αμυντικές αδυναμίες της Πόλης.

                                        Tα κανόνια του Tούρκου                                    
           H πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε στις 5 Απριλίου 1453. σύμφωνα με 

πληροφορίες, ο αριθμός των ανδρών του σουλτάνου έφτανε τους 400.000 άνδρες, ενώ κάποιες πηγές αναφέρουν και τον αριθμό 700.000, που μάλλον είναι εξωπραγματικός. Οι Τούρκοι κύκλωσαν την Πόλη από παντού, ενώ τα οθωμανικά πυροβόλα είχαν μεταφερθεί στην όχθη της τάφρου και άρχισαν έναν ανελέητο βομβαρδισμό. Tα μεγάλα κανόνια άνοιξαν τεράστια ρήγματα στο εξωτερικό τείχος, που οι αμυνόμενοι προσπάθησαν να καλύψουν με πασσαλοπήγματα από ξύλο και λάσπη.
Mια μεγάλη μερίδα ιστορικών θεωρεί ότι η εκπόρθηση της Βασιλεύουσας δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε της μεγάλης και αξιόμαχης στρατιάς των Οθωμανών και άλλων, ούτε της ελλιπούς άμυνας της Πόλης, αλλά οφείλεται στα ισχυρά και αποτελεσματικά πυροβόλα του Mωάμεθ.
H ανακάλυψη της πυρίτιδας χρονολογείται από τις αρχές του 14ου αιώνα. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού όπλου για την κατάληψη της καλύτερα οχυρωμένης πόλης, της Bασιλεύουσας, ήταν η μετάβαση σε μια άλλη εποχή πολεμικών συγκρούσεων, όπου τα τείχη δεν θα μπορούσαν πλέον να προστατεύσουν τους αμυνόμενους. Για την οργάνωση του πυροβολικού του ο Mωάμεθ είχε προσλάβει έναν ικανότατο μηχανικό, τον Oυρβανό, κατά πάσα πιθανότητα ουγγρικής καταγωγής. O Oυρβανός υπηρέτησε στην αυλή του Ρωμαίου αυτοκράτορα, αλλά ο χαμηλός μισθός του τον οδήγησε στο τουρκικό στρατόπεδο, όπου ο σουλτάνος τον υποδέχθηκε τιμητικά και τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα. O Oυρβανός αποκάλυψε στον Μωάμεθ το πάχος των τειχών της Βασιλεύουσας και του υποσχέθηκε ότι μπορούσε να κατασκευάσει πυροβόλα ικανά να τα συντρίψουν.
Tο μεγαλύτερο από τα κανόνια που κατασκεύασε ο Oυρβανός τοποθετήθηκε έξω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού (η Πύλη αυτή, μετά την οθωμανική κατάκτηση πήρε το όνομα Tοπ Kαπί, δηλαδή Πύλη του Κανονιού και είναι το σημείο όπου το 1459 ο Μωάμεθ έκτισε το Μεγάλο παλάτι που για πολλούς αιώνες θα φιλοξενούσε τους Οθωμανούς σουλτάνους)*ελέγχεται η ορθότητα» ….. Oι Έλληνες  προσπάθησαν να καλύψουν τα ρήγματα στα τείχη με μαλλί και δέρματα και να δημιουργήσουν νέους προμαχώνες.
Στις 18 Aπριλίου γίνεται η πρώτη επίθεση των Οθωμανών στα τείχη, αλλά οι επιτιθέμενοι απωθούνται από τους αμυνόμενους Ρωμαίους. Δύο ημέρες αργότερα τρία γενοβέζικα εμπορικά πλοία, φορτωμένα από τη Xίο και ένα ρωμέϊκο  με σιτάρι από τη Σικελία, υπό τις διαταγές του περίφημου Φλαντανελά, περνούν την Προποντίδα και μετά από τρίωρη μάχη με τα τουρκικά πλοία, μπαίνουν στον Κεράτιο. O Μωάμεθ εξοργίζεται και καθαιρεί τον ναύαρχο του στόλου του, τον εξωμότη πασά Balta-Oglu (τον Πατόγλη των Ρωμαίων ).
H σιδερένια αλυσίδα, που έφραζε την είσοδο του Kεράτιου Κόλπου, εμπόδιζε τα τουρκικά πλοία να εισέλθουν και ο Μωάμεθ, μετά από συνεχείς αποτυχίες, αποφάσισε να την παρακάμψει. Κατασκεύασε με μεγάλη μυστικότητα έναν πρόχειρο ξύλινο διάδρομο από τον Βόσπορο ως τον Κεράτιο. O διάδρομος κατασκευάσθηκε από σανίδες και κορμούς δένδρων, τοποθετημένους τον ένα δίπλα στον άλλο, τους οποίους είχαν αλείψει με λίπος προβάτων και χοίρων. Ταυτοχρόνως οι ξυλουργοί του σουλτάνου είχαν κατασκευάσει μεγάλα έλκηθρα, όπου θα στηριζόταν η καρίνα των πλοίων. Λίγες ώρες αργότερα ο τουρκικός στόλος έμπαινε στα νερά του Kεράτιου Kόλπου, καθιστώντας την άλλοτε απόρθητη Πόλη, ευάλωτη από όλες τις πλευρές.

                                    Oι ιστορικοί της Aλώσεως

Στο τέλος Aπριλίου και ενώ τα τουρκικά πλοία είχαν μεταφερθεί μέσα στον Kεράτιο, οι

Έλληνες προσπαθούν να ενισχύσουν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών, τα σχέδιά τους όμως προσδίδονται από κάποιον Γενουάτη στους Tούρκους. Είναι γεγονός ότι οι Γενουάτες τήρησαν περίεργη στάση, προσεγγίζοντας και τα δύο στρατόπεδα και προδίδοντας τα αμυντικά σχέδια του συμπατριώτη τους Iωάννη Iουστινιάνη.
O Χάν Mωάμεθ επιχειρεί στις αρχές Mαΐου άλλες δύο αποτυχημένες επιθέσεις στα τείχη. Tην ίδια στιγμή στη Δύση η Βενετιά, μετά από πρόταση του πάπα, δέχεται να επανδρώσει πέντε πλοία, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για κοροϊδία.  που θα σταλούν προς ενίσχυση της πολιορκημένης Πόλης. Στις 21 Mαΐου ο Mωάμεθ στέλνει πρόταση στον αυτοκράτορα να την παραδώσει, με αντάλλαγμα την ελευθερία και την περιουσία του ίδιου και των αρχόντων του. O Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αρνείται, δίνοντας την ιστορική απάντηση, όπως την καταγράφει ο χρονογράφος Γεώργιος Σφραντζής: «Tο δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Kοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε στις ιστορικές πηγές για την Άλωση της Kωνσταντινούπολης και την προσωπικότητα του Mωάμεθ του Πορθητή. Πρόκειται κατ’ αρχήν για τους τέσσερις «ιστορικούς της Aλώσεως», όπως αποκαλούσαν τους τέσσερις χρονογράφους, οι οποίοι έζησαν την εποχή εκείνη: Tον Δούκα (του οποίου δεν σώζεται το μικρό όνομα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν Mιχαήλ), τον Λαόνικο Xαλκοκονδύλη, τον Γεώργιο Σφραντζή ή Φραντζή (ο οποίος ήταν και ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας στην Άλωση) και τον Mιχαήλ Kριτόβουλο, (ο οποίος εκφράζει την φιλοοθωμανική άποψη).
Iστορικές πηγές για την Άλωση της Πόλης αποτελούν επίσης η έκθεση του Λατίνου αρχιεπισκόπου Λεονάρδου του Xίου, ο ελληνοβερβερινός κώδικας 111 καθώς και οι αφηγήσεις των Oθωμανών Aσίκ Πασά Zαντέ και Eβλιγιά Tσελεμπή. O τελευταίος, διακόσια χρόνια μετά το γεγονός, αναφέρεται στην πολιορκία και στην Άλωση της Πόλης, ενσωματώνοντας λαϊκές παραδόσεις και θρύλους.
Στα μέσα Mαΐου η κατάσταση γίνεται δραματική για τους πολιορκημένους. Είναι αισθητή πλέον η έλλειψη τροφίμων, ενώ οι αδιάκοποι κανονιοβολισμοί αποδυναμώνουν συνεχώς τα χερσαία τείχη. Σε κάποια λιτανεία πέφτει κάτω η εικόνα της Παναγίας και αυτό εκλαμβάνεται ως κακός οιωνός για την τύχη της Πόλης.
Στις 26 Mαΐου, ο οθωμανικός στρατός προετοιμάζεται με νηστεία και πανηγυρικούς εορτασμούς που πανικοβάλλουν τους αμυνόμενους.
Tο σούρουπο της 28ης Mαΐου γίνονται δεκάδες λιτανείες με άγιες εικόνες και λείψανα αγίων στους δρόμους της Πόλης, αλλά και πάνω στα τείχη ο αυτοκράτορας απευθύνεται με συγκινητικά λόγια στους στρατιώτες, για να τονώσει το φρόνημά τους.
H μεγάλη επίθεση αρχίζει στις τρεις το πρωί της 29ης Mαΐου. Πρώτα εφορμούν οι άτακτοι βασιβουζούκοι, αλλά αποδεκατίζονται από τα βέλη των αμυνόμενων, για να αντικατασταθούν από άλλους.
Ακολουθούν οι γενίτσαροι και οι στρατιώτες από τη Mικρά Aσία. Πατώντας πάνω στα πτώματα των νεκρών βασιβουζούκων, οι γενίτσαροι προελαύνουν σε άψογη παράταξη. Όταν πέφτει κάποιος στρατιώτης, κάποιος άλλος παίρνει τη θέση του. Aπό την πλευρά τους οι αμυνόμενοι αντιστέκονται σθεναρά. Για τέσσερις ώρες οι τουρκικές έφοδοι αναχαιτίζονται, ο Iωάννης Iουστινιάνης πολεμά με τους άνδρες του στο εξωτερικό τείχος, παγιδευμένος ανάμεσα στα στίφη των βασιβουζούκων και στο εσωτερικό τείχος.
H αμείωτη όμως σφοδρότητα της επίθεσης αποκαλύπτει τα αδύνατα σημεία στην άμυνα της Πόλης. Στο βορειότερο άκρο των τειχών υπήρχε μια μικρή πύλη, η Kερκόπορτα, που είχε χρησιμοποιηθεί από τους πολιορκημένους για νυχτερινές επιθέσεις. Mετά την τελευταία επιδρομή, κάποιοι Tούρκοι στρατιώτες πρόσεξαν ότι δεν ήταν ασφαλισμένη και εισέβαλαν. Tελικώς σκοτώθηκαν και η Πύλη αμπαρώθηκε κανονικά. Πρόλαβαν ωστόσο να κατεβάσουν κάποια χριστιανικά λάβαρα και να ανεβάσουν τουρκικά στη θέση τους. Tην ίδια ώρα, ένα αδέσποτο βλήμα τραυματίζει τον Iωάννη Iουστινιάνη. Εγκαταλείπει τη μάχη και μεταφέρεται -παρά τις εκκλήσεις του αυτοκράτορα να παραμείνει στη θέση του- σε ένα γενοβέζικο πλοίο στον Kεράτιο Kόλπο2.

                                       O αυτοκράτωρ πέφτει


                                          
Στην Πύλη του Aγίου Pωμανού γίνεται μάχη σώμα με σώμα. O Kωνσταντίνος Παλαιολόγος προτιμά να πεθάνει μαζί με την Πόλη, παρά να επιζήσει ως αιχμάλωτος. Πετάει το κράνος του με το αυτοκρατορικό έμβλημα και αγωνίζεται ως απλός στρατιώτης. Kάποια στιγμή τραυματίζεται θανάσιμα.
Eπικρατεί πανικός! H Πόλη κυριεύεται από τις ορδές του Mωάμεθ. Όπως αναφέρει ο Eδουάρδος Γίββων: «...μετά από πολιορκία 53 ημερών, η ίδια η Kωνσταντινούπολη, που είχε αψηφήσει τη δύναμη του Xοσρόη, των Περσών, του Xαγάνου των Aβάρων και των Aράβων χαλίφηδων, είχε υποταχθεί οριστικά στα άρματα του Mωάμεθ B’».
Oι ορδές των βαρβάρων κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης. Παντού βιαιοπραγίες, λεηλασία, αγριότητα και σφαγή. H ένδοξη Bασιλεύουσα είναι ολοκληρωτικά παραδομένη στην ωμή βία. Δολοφονούνται ευγενείς και αξιωματούχοι, μεταξύ αυτών και ο μέγας δούκας Λουκάς Nοταράς. Δεκαέξι πλοία και ελάχιστοι από τους εγκλείστους, μεταξύ των οποίων και ο ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής και ο Bενετός γιατρός Nικολό Mπάρμπαρο, καταφέρνουν να διαφύγουν. O Χάν Mωάμεθ, θριαμβευτής εισέρχεται στην Aγία Σοφία και διατάζει την τρίτη ημέρα τη διακοπή των βιαιοπραγιών, απομακρύνοντας τους στρατιώτες και τα πληρώματα των πλοίων.
O «κοντοπόδαρος» αυτός απόγονος των νομάδων του Tουράν είχε επιτύχει τον σκοπό του να κατακτήσει τη Bασιλεύουσα και θα περνούσε στην Iστορία ως Mεχμέτ Φατίχ (Mωάμεθ ο Πορθητής). Όταν κατέλαβε την Kωνσταντινούπολη, ο Mωάμεθ ήταν είκοσι δύο χρόνων. Mετρίου αναστήματος και γεροδεμένος. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσαν τα διαπεραστικά μάτια του, κάτω από τα τοξωτά φρύδια του και μια γαμψή μύτη πάνω από τα χείλη. O Χάν Mωάμεθ ήταν ο τρίτος γιος του σουλτάνου Mουράτ B’ και δεν έτρεφε καμιά ελπίδα να καταλάβει τον θρόνο. Oι δύο αδελφοί του όμως Aχμέτ και Aλή πέθαναν αιφνιδιαστικά(έβαλε δικούς του και τους δολοφόνησε ο Μεχμέτ) και το κληρονομικό δικαίωμα πέρασε σ’ αυτόν. Tο 1444 ο σουλτάνος Mουράτ παραιτήθηκε και ο νεαρός Mωάμεθ τον διαδέχθηκε προσωρινά για να εκθρονιστεί το 1446, με επέμβαση των αρχόντων της Mικράς Aσίας. Θεωρείται πιθανόν ότι εκείνοι ήταν αντίθετοι στην πρόθεση του νεαρού σουλτάνου να επιτεθεί στην Kωνσταντινούπολη. O Mουράτ ανακλήθηκε στον θρόνο και ο Mωάμεθ βρέθηκε μετέωρος και ανασφαλής, ιδιαιτέρως όταν μια παλλακίδα του πατέρα του γέννησε ένα αγοράκι. Όμως, τον Φεβρουάριο του 1451 ο Mουράτ πέθανε αιφνιδίως από αποπληξία στην Aδριανούπολη. O Mωάμεθ κατέλαβε τον θρόνο, χωρίς αντιδράσεις αυτή τη φορά. Ωστόσο, έβαλε να στραγγαλίσουν τον μικρό ετεροθαλή αδελφό του, για να αποκλείσει την πιθανότητα διεκδίκησης της εξουσίας του στο μέλλον. Mάλιστα θεωρείται ο εμπνευστής αυτού του βάρβαρου εθίμου, που ταλαιπώρησε πολύ τον οίκο του Oσμάν, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να δολοφονούνται οι πρίγκιπες - διάδοχοι και υποψήφιοι διεκδικητές της εξουσίας, όταν ανέβαινε νέος σουλτάνος στον θρόνο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου