... "Το Βουνό" ήταν το περιοδικό του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου ...
ο ΕΟΣ φιλοξενούσε τότε όλους όσοι αγαπούσαν το βουνό (ορειβάτες, σκιέρ, πεζοπόρους, εκδρομείς, φυσιολάτρες) - χωρίς να υπάρχει καμμία διάκριση ................
"... και ενώ ο Σύλλογος σφύζει από ζωή και δράση έρχεται ο πόλεμος του 1940 και ανακόπτει την πορεία του. Στρατεύονται αρκετά μέλη του και έξι από αυτούς, που γνωρίζουν σκι κατατάσσονται στο νεοσύστατο ΤΑΓΜΑ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΩΝ. Μετά από μικρή εκπαίδευση στο ΜΕΤΣΟΒΟ και με διοικητή τον ταγματάρχη Ι. ΠΑΠΑΡΡΟΔΟΥ πρωταθλητή Ελλάδος στο σκι, προωθούνται στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων και χρησιμεύουν σαν ορεινοί καταδρομείς, ανιχνευτές και αγγελιοφόροι, εμπλεκόμενοι σε διάφορες μάχες..
Αυτοί ήσαν: ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, ανθυπολοχαγός ΙΩΑΝ. ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΣ, λοχίας και οι οπλίτες ΒΑΣΙΛΗΣ και ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΓΚΕΛΑΡΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ και ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑΣ ( εθελοντής).
Τα υπόλοιπα μέλη του Συλλόγου προσφέρουν τα σκι τους, που στέλνονται στο μέτωπο για τις ανάγκες του Τάγματος Χιονοδρόμων ......"
(από τον ΕΟΣ Πάτρας)
" ... Το Δεκέμβριο του 1940, στα "Παραραπήγματα" (Α' Σύνταγμα πεζικού), όπου σήμερα είναι η Αμερικανική Πρεσβεία και το Μέγαρο Μουσικής, τότε δε οι Στρατώνες που βιαστικά συγκροτούσαμε και εξοπλίζαμε το νεογέννητο Τάγμα συγκεντρώνοντας όλους τους στρατευμένους χιονοδρόμους από τις μονάδες που υπηρετούσαν, φθάνει ένα πρωί από το Μέτωπο ο Διοικητής μας Ιωάννης Παπαρρόδου, μόνιμος ταγματάρχης, Πανελληνιονίκης στους δρόμους αντοχής της χιονοδρομίας, ιδρυτής και αντιπρόεδρος του ΕΟΣ. Αθηνών, με υπασπιστή του τον επίσης Πανελληνιονίκη καταβάσεων Γεώργιο Δημητριάδη, και αποφασίζει να επιθεωρήσει την αποθήκη με τον "καινοφανή" εξοπλισμό μας, ακολουθούμενος από το Δημητριάδη και μένα, που ανεπίσημα με έχει διορίσει βοηθό του, μια και την προηγουμένη διετία είχαμε αναπτύξει ιδιαίτερη γνωριμία όταν γυμναζόμαστε μαζί στους δρόμους αντοχής όπου με πήγαινε πάντοτε με μοτοσικλέτα του.
Αποθηκάριος είναι ο Τέλης Πατάρας, επίσης Πανελληνιονίκης κωπηλασίας, με βοηθό του τον έως τότε άγνωστο μας Γεώργιο Καμποσιώρα του ΕΟΣ Σερρών, έναν συμπαθέστατο, πάντα εύθυμο και χωρατατζή εύσωμο άντρα όπως και ο Πατάρας, που λόγω της σωματικής τους διάπλασης τους είχαν διαλέξει για τις αποθήκες. Κάποια στιγμή που ο Παταρας συζητάει με το Δημητριάδη, γυρίζει ο Διοικητής στον Καμποσιώρα και δείχνοντάς του τους υπνόσακους τον ρωτάει:
- Τι είναι αυτά τα δέματα;
- Να ... είναι αυτά ... πώς τα λένε ... (ο Καμποσιώρας, ο οποίος αγνοεί εντελώς τη γλώσσα του Αμλετ, προσπαθεί μάταια να αρθρώσει εκείνη την περίεργη Εγγλέζικη λέξη "Sleeping bag" που έχει ακούσει).
- Τι "πώς τα λένε", παιδί μου. Δεν ξέρεις τι έχουν μέσα;
- Μάλιστα, κύριε Διοικητά ... Είναι αυτές οι "Σλου ... Σουλου ... Σουλουμπάμιες".
Το γέλιο που ξεσπάει από τους υπόλοιπους, κατά σύμπτωση ξενόγλωσσους, ιδίως για το αφελές ύφος του Καμποσιώρα δεν περιγράφεται.
Η καινούρια ορολογία μεταδίδεται αστραπιαία στο Τάγμα και καθιερώνεται στη συνέχεια και στους ορειβάτες, χωρίς ποτέ κανείς μας να μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ο αστείος "νεολογισμός" και το αφελές ύφος του Καμποσιώρα ήταν αυθόρμητα, ή αν ο αδιόρθωτος αυτός χωρατατζής "έσπαγε πλάκα" μ' εμάς τους "ξενόγλωσσους".
Οι γλωσσοπλαστικές όμως επιδόσεις του Καμποσιώρα θα συνεχιστούν και στην Αλβανία, όταν θα παραλάβουμε τα τεράστια λευκά παντελόνια που θα φοράμε χωρίς να βγάλουμε τις αρβύλες μας πάνω από τα κανονικά παντελόνια μας, οπότε ο πάντοτε εύθυμος Καμποσιώρας θα τα βαφτίσει "Κάτωρακ", σε αντιστοιχία όπως μας εξηγεί με τα γνωστά μας έως τότε "Άνωρακ"....."
(αφήγηση του Θάνου Κουτσικόπουλου για την γέννηση του Τάγματος Χιονοδρόμων ...)
ο Ταγματάρχης Γιάννης Παπαρρόδου έπεσε στο πεδίο της μάχης ...
(Ο Ταγματάρχης Γιάννης Παπαρρόδου γεννήθηκε το 1904. Ανθυπολοχαγός του πυροβολικού ασχολήθηκε με τη χιονοδρομία και ανακηρύχθηκε πρωταθλητής στους δρόμους αντοχής. Στη δίνη του πολέμου του 1940 δημιούργησε το Τάγμα Χιονοδρόμων του οποίου υπήρξε πρώτος διοικητής. Με την εισβολή των Γερμανών μετατέθηκε σε μοίρα πυροβολικού κοντά στο Αργος Ορεστικό. Όταν η μοίρα του υποχώρησε, μόνος του σε ύψωμα καθυστέρησε τους Γερμανούς οι οποίοι αναγκάσθηκαν να κυκλώσουν το ύψωμα και να πολεμήσουν εναντίον του μόνου Παπαρρόδου.
Ο Παπαρρόδου αρνήθηκε να παραδοθεί και σκοτώθηκε. Οι Γερμανοί τον ενταφίασαν ως ήρωα και ο θάνατος του έγινε θρύλος.
Το στρατόπεδο των Λ.Ο.Κ στον Όλυμπο φέρει τ΄ όνομα του και εκεί έχει ανεγερθεί ηρώο. Προτομές του επίσης υπάρχουν στο Δισπηλιό Καστοριάς, στην Υπάτη και στην Αθήνα (ΓΥΣαναμνήσεις 1940
από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
από το βιβλίο του Κώστα Χατζηχρήστου:
Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.
από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου