Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕΑΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΣΤΟ 11ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΦΕΔΡΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

 Πραγματοποιήθηκε στις 10-11-12 Οκτωβρίου 2025 στο Δημοτικό Θέατρο Δήμου Πεύκης-Λυκόβρυσης στην Αθήνα το 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφέδρων Αξιωματικών, που διοργάνωσε η Ανωτάτη Πανελλήνια Ομοσπονδία Εφέδρων Αξιωματικών. Στην εκδήλωση συμμετείχαν ο Διοικητής ΑΣΔΥΣ Υποστράτηγος κ. Αντώνιος Θεοδοσιάδης και ο Δντής Α4/ΓΕΣ Επιστρατεύσεως Ταξίαρχος κ Γρηγόρης Ζαχαρόπουλος, εκπρόσωποι των Αρχηγών ΓΕΣ,ΓΕΝ, ΓΕΑ, η Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής κα Αννίτα Δημητρίου, ο Πρόεδρος Παγκύπριας Ομοσπονδίας Εφέδρων Αξιωματικών κ. Κύπρος Μάνουλος, ο Πρόεδρος της ΑΠΟΕΑ κ. Φίλιππος Κωσταράς, ο Γεν. Γραμματέας κ. Θρασύβουλος Λαδόπουλος, το ΚΔΣ της ΑΠΟΕΑ και πλήθος εφέδρων αξιωματικών από όλη την Ελλάδα.

Την Παρασκευή έγινε η συνέλευση του ΚΔΣ της ΑΠΟΕΑ με την συμμετοχή του Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Χούπη και του Α/ΓΕΣ Αντγου κ. Κωστίδη.

Στο πλαίσιο εορτασμού των 70 χρόνων του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 τιμήθηκε ο αγώνας των ελληνοκυπρίων γυναικών στο πρόσωπο της αγωνίστριας της ΕΟΚΑ 1955-59 κ. Έλλης Χριστοδουλίδου, η οποία έκρυβε τον στρατηγό Γρίβα Διγενή στο κρησφύγετο της κουζίνας του σπιτιού της. Το βραβείο επέδωσε ο Πρόεδρος της ΑΠΟΕΑ κ. Φ. Κωσταράς και η πρόεδρος της κυπριακής βουλής κας Αννίτας Δημητρίου η οποία εξήρε το έργο της αγωνίστριας και του εφεδρικού κινήματος. Την Κυριακή οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν τη Θεία λειτουργία στο Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονα Πεύκης κι ακολούθησε αρτοκλασία κι επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες εφέδρους αξιωματικούς και κατάθεση στεφάνων στο ηρώο πεσόντων. 

Στην διάρκεια του συνεδρίου ακούστηκαν εισηγήσεις από διάφορους ομιλητές για την αναδιοργάνωση του θεσμού της εφεδρείας, προτάσεις και συμπεράσματα. Επίσης ο Δντής Α4/ΓΕΣ Επιστράτευσης Τξχος κ. Ζαχαρόπουλος ανέφερε για το ποιες προτάσεις έχουν υλοποιηθεί μέχρι τώρα και ποιες στο άμεσο μέλλον σύμφωνα με την ατζέντα 2030 του ΥΠΕΘΑ. Στο Συνέδριο παρέστη και ο Τμηματάρχης της ΔΕΠΑΘΑ Ανχης κ. Π. Σταύρου.

Από τον ΣΕΑΝ Μαγνησίας στο 11ο συνέδριο μίλησε ο Πρόεδρος κ. Κων/νος Καραδήμας για τις δραστηριότητες του ΣΕΑΝ καθώς και για το 4ο Πανελλήνιο Σχολείο Εφέδρων Αξιωματικών που πραγματοποιήθηκε στο ΚΑΑΥ Μαλάκι με μεγάλη επιτυχία με την συνδρομή εκπαιδευτών της 32ης ΤΑΞΠΖΝ και του ΣΕΑΝ Μαγνησίας και την συμμετοχή 60 εφέδρων αξιωματικών από 15 ΣΕΑΝ της χώρας. Επίσης παρουσίασε τα αποτελέσματα του ερωτηματολογίου αξιολόγησης που δόθηκαν στους συμμετέχοντες εφέδρους αξιωματικούς με power point.

Στο 11ο ΠΑΣΕΦΑ από τον ΣΕΑΝ Μαγνησίας παρέστησαν και παρακολούθησαν τις εργασίες του Συνεδρίου ο Πρόεδρος κ. Κων/νος Καραδήμας, ο Αντιπρόεδρος κ. Βασίλης Σιαφάκας, ο Γεν. Γραμματέας κ. Βασίλης Νικολάου και το μέλος του Δ.Σ. κ. Δημήτρης Κοκκωνίδης.



























«Η Γεωπολιτική της Ρωσικής Επιρροής και η στοχοποίηση της Ελλάδας»


Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος

konmpalo@gmail.com

Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος

Πρώην Γενικός Διευθυντής - Γενικής Διεύθυνσης

Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)

Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)

 

Τα τελευταία γεγονότα στην Ευρώπη δείχνουν ότι η Ρωσία επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της όχι μόνο μέσω της προβολής στρατιωτικής ισχύος και της εργαλειοποίησης της ενέργειας, αλλά και μέσω της προπαγάνδας, της παραπληροφόρησης και των υβριδικών απειλών,  οι οποίες λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές της γεωπολιτικής της ισχύος.  

Η στρατηγική αυτή δεν αποτελεί μια αποσπασματική επιλογή, αλλά συνιστά πάγιο τρόπο δράσης (modus operandi) που ακολουθεί η Ρωσία για την προώθηση των εθνικών της επιδιώξεων.

Ειδικότερα, η Ρωσία εφαρμόζει υβριδικές επιχειρήσεις που στοχεύουν το γνωστικό (cognitive) πεδίο, δηλαδή την αντίληψη των ηγετών και στελεχών κρατικών ή μη κρατικών διεθνών δρώντων που θέλει να επηρεάσει.

Μέσω προπαγάνδας, ιδεολογικής πίεσης, παραπληροφόρησης και διαχείρισης αφηγημάτων, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις τρωτότητες των στόχων της, να απονομιμοποιήσει τις δημοκρατίες και τις αξίες τους, να αποσταθεροποιήσει κυβερνήσεις και κοινωνίες, να διχάσει πολίτες και ηγεσίες και τελικά, να επηρεάσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρατηγικής αυτής είναι η αξιοποίηση drones και άλλων μη επανδρωμένων συστημάτων σε υβριδικές ενέργειες εναντίον ευρωπαϊκών κρατών, με στόχο την παρακολούθηση, την υπονόμευση υποδομών και τη δημιουργία ψυχολογικής πίεσης, σε συνδυασμό με πληροφοριακές εκστρατείες.

Παράλληλα, η ίδια προσέγγιση αλλά με διαφορετικά μέσα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία ειρήνευσης στην Ουκρανία. Η Μόσχα επιχειρεί να επηρεάσει το διεθνές αφήγημα, εμφανίζοντας τον εαυτό της ως «υπεύθυνο διαπραγματευτή» και τη Δύση ως τον κύριο υπεύθυνο της σύγκρουσης.

Επίσης, αξιοποιεί δίκτυα επιρροής και μηχανισμούς παραπληροφόρησης, ώστε να διαμορφώσει συνθήκες ευνοϊκές για τις δικές της θέσεις και να μεταθέσει σε άλλους τις ευθύνες για την παρατεταμένη αστάθεια.

Επιπλέον, η Ρωσία αξιοποιεί τη στρατηγική παραπλάνησης στο πλαίσιο ευρύτερων πληροφοριακών επιχειρήσεων, επιδιώκοντας να προβάλει την ισχύ της (αξιοποιώντας μια εικόνα ισχύος εν μέρει κατασκευασμένη) και να παρουσιάσει τον εαυτό της ως «νικήτρια δύναμη» ικανή να επιβάλλει τους όρους της στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

Μέσα από την προβολή μιας εικόνας «αναπόφευκτης νίκης», επιχειρεί αφενός να ενισχύσει την εσωτερική της συνοχή, αφετέρου να διαμορφώσει όρους διαπραγμάτευσης ευνοϊκούς για τις δικές της επιδιώξεις. Η στρατηγική αυτή λειτουργεί ως μια μορφή «παγίδας» για τη Δύση, καθώς στοχεύει στην καλλιέργεια αμφιβολιών, στη διάσπαση της ενότητας και σε πιθανές υποχωρήσεις που θα εξασφάλιζαν στη Μόσχα πολιτικά και γεωοικονομικά οφέλη που ενισχύουν τη στρατηγική της θέση σε διεθνές επίπεδο, ανεξάρτητα από την πραγματική εικόνα στο πεδίο των επιχειρήσεων.

Παράλληλα, η Ρωσία χρησιμοποιεί τον εκφοβισμό ως εργαλείο πίεσης στις διαπραγματεύσεις, εντάσσοντάς τον σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πληροφοριακών και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Μέσω συνδυασμού επίδειξης στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος, απειλών, παραπληροφόρησης και δημιουργίας αίσθησης απρόβλεπτης δράσης, επιχειρεί να περιορίσει τις επιλογές των αντιπάλων και να επηρεάσει την αντίληψή τους, με στόχο να επιβάλλει τη βούλησή της και να εξασφαλίσει ευνοϊκούς όρους, ενισχύοντας τη στρατηγική της θέση και τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά της οφέλη».

Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα ως χώρα με καίρια γεωστρατηγική θέση και μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., δεν θα μπορούσε να παραμείνει εκτός του πεδίου στόχευσης της ρωσικής στρατηγικής για άσκηση  επιρροής στην ευρύτερη περιοχή.

Συγκεκριμένα, η Ρωσία μέσω μιας συστηματικής και στοχευμένης εκστρατείας υβριδικού πολέμου που εκμεταλλεύεται τις τρωτότητες της Ελλάδας, διεξάγει πληροφοριακές και ψυχολογικές επιχειρήσεις που καλλιεργούν αντι-δυτικά αφηγήματα και ενισχύουν ακραίες ή περιθωριακές φωνές που υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

Ενδεικτικά, η πρόσφατη επίθεση της Εκπροσώπου Τύπου του ρωσικού ΥΠΕΞ κας Ζαχάροβα, κατά της Ελλάδας, η οποία αξιοποιεί παλαιά και νέα προπαγανδιστικά αφηγήματα με στόχο την αποδόμηση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής.

Συγκεκριμένα, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι έχει παραβιάσει τις αρχές της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, επικαλούμενη πως η χούντα των Συνταγματαρχών «επενέβη στην Κύπρο ως προσπάθεια προσάρτησης από την Αθήνα» και ότι η Ελλάδα «μπλόκαρε διεθνείς πρωτοβουλίες συνεργασίας προς τη Δημοκρατία της Μακεδονίας» έως το 2018.

Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική πληροφοριακού πολέμου, που στοχεύει στην αναβίωση ιστορικών εντάσεων και στη δημιουργία ψευδών συνδέσεων με υπαρκτές κοινωνικές και εθνικές ευαισθησίες.

Μέσω αυτής της επίθεσης, η κα. Ζαχάροβα επιχειρεί να σπείρει αμφιβολίες για τη διεθνή θέση της Ελλάδας — μιας χώρας που διαχρονικά πορεύεται στο διεθνές περιβάλλον με γνώμονα τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τον σεβασμό στην κυριαρχία των κρατών και την προσήλωση στις αξίες της ειρήνης και της συνεργασίας — και να αποσταθεροποιήσει τη χώρα, υπονομεύοντας τη συνοχή και την εθνική ενότητα του ελληνικού λαού.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, αξιοποιούνται ευαίσθητα εθνικά ζητήματα όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το μεταναστευτικό, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από τη Ρωσία ή ζητήματα Ορθοδοξίας, με στόχο την αποδυνάμωση του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της Ελλάδας, τη δημιουργία εσωτερικών ρηγμάτων, την απονομιμοποίηση της πολιτικής ηγεσίας και τη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών για τα ρωσικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.

Για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής, δίκτυα «αναλυτών», «δημοσιογράφων» και «ινστιτούτων» αναπαράγουν αφηγήματα που παρουσιάζουν τη Ρωσία ως «φυσικό και αξιόπιστο σύμμαχο» λόγω θρησκευτικών και ιστορικών δεσμών, ενώ καλλιεργούν την ψευδαίσθηση, ότι η αποστασιοποίηση από τη Δύση θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Στην πραγματικότητα, αποτελούν όργανα μιας υβριδικής επιχείρησης που αποσκοπούν όχι μόνο στην υπονόμευση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στη δημιουργία μιας κοινωνίας ευάλωτης σε ξένα αφηγήματα, έτοιμης να διχαστεί και να αμφισβητήσει τις θεμελιώδεις επιλογές ασφάλειας της χώρας.

Απτά παραδείγματα αυτής της στρατηγικής αποτελούν η επιθετική ρητορική του Προέδρου Πούτιν και υψηλόβαθμων Ρώσων αξιωματούχων κατά της Ελλάδας και του Έλληνα Πρωθυπουργού. Η ρητορική αυτή δεν μένει στο επίπεδο των δηλώσεων, αλλά βρίσκει άμεση αντανάκλαση στον ρωσικό Τύπο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα επιθετικά άρθρα της Pravda, όπου η Ελλάδα παρουσιάζεται ως «χώρα μηδαμινής ισχύος», υπερχρεωμένη και με ηγεσία «εκτός πραγματικότητας».

Η στοχοποίηση του Έλληνα Πρωθυπουργού υπήρξε ιδιαίτερα έντονη με αφορμή την επίσκεψή του στην Οδησσό για τη σύνοδο κορυφής Ουκρανίας – Νοτιοανατολικής Ευρώπης το 2025, όπου η Ρωσίδα αναλύτρια Lyubov Stepushova τον χαρακτήρισε «μη λογικό» και την Ελλάδα «χρεωμένη μέχρι τα αυτιά», αμφισβητώντας ανοιχτά τη δυνατότητά της να συμμετάσχει σε έργα ανοικοδόμησης και διασύνδεσης στην περιοχή.

Παράλληλα, η ίδια αναλύτρια κατηγόρησε την Αθήνα για «μεγαλομανία» και «υπερβολικές φιλοδοξίες» που ξεπερνούν τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας, προβάλλοντας ένα αφήγημα αδυναμίας και ανεπάρκειας, το οποίο εξυπηρετεί τη ρωσική στρατηγική απονομιμοποίησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η επίσημη απόφαση της ρωσικής κυβέρνησης να κατατάξει την Ελλάδα –μαζί με την Κύπρο– στον κατάλογο των χωρών με «καταστροφικές συμπεριφορές» που δήθεν αντιστρατεύονται τις «παραδοσιακές ρωσικές πνευματικές και ηθικές αξίες». Ο κατάλογος αυτός, συνιστά όχι μόνο ένα εργαλείο επικοινωνιακής πίεσης και ιδεολογικής στοχοποίησης, αλλά και μια έμπρακτη απόδειξη της αναγνώρισης της Ελλάδας από τη Μόσχα ως «εχθρικής χώρας», με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τη περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα.

Επιπλέον, η Μόσχα επιχειρεί να διαχωρίσει την ελληνική κοινωνία από την πολιτική της ηγεσία, προβάλλοντας συστηματικά το αφήγημα ότι «τιμωρεί» τις κυβερνήσεις, αλλά εξακολουθεί να «εκτιμά» τους λαούς.

Η στρατηγική αυτή, που συνοδεύει τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως «εχθρικής χώρας», αποσκοπεί στη δημιουργία ενός τεχνητού ρήγματος μεταξύ κράτους και κοινωνίας, με στόχο την καλλιέργεια φιλορωσικών τάσεων και την αμφισβήτηση του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της χώρας.

Μέσω επιλεκτικών αναφορών σε «παραδοσιακούς δεσμούς» και «κοινές αξίες της Ορθοδοξίας», η ρωσική προπαγάνδα επιχειρεί να εμφυσήσει την ιδέα ότι η Δύση είναι ξένη και εχθρική προς τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ η Ρωσία αποτελεί τον «φυσικό σύμμαχο» της Ελλάδας.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν μηχανισμό ψυχολογικής και πληροφοριακής επιρροής, ο οποίος αξιοποιεί τις κοινωνικές ευαισθησίες, τις οικονομικές ανισότητες και τα εθνικά ζητήματα, με σκοπό να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στις θεσμικές επιλογές της χώρας και να καταστήσει την ελληνική κοινωνία πιο ευάλωτη στη ρωσική υβριδική στρατηγική.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της διαίρεσης κράτους–κοινωνίας, η Ρωσία ενισχύει τις προσπάθειές της με μια στρατηγική δαιμονοποίησης των αντιπάλων, στοχεύοντας συγκεκριμένα την ελληνική πολιτική ηγεσία.

Ειδικότερα, παρουσιάζοντας την Ελλάδα και τον Πρωθυπουργό της ως αδύναμους, ανίκανους ή υπερεκτιμημένους, μετατρέποντάς τους σε «εχθρούς» στα μάτια του διεθνούς και εγχώριου κοινού, επιδιώκει την απονομιμοποίηση της χώρας και της ηγεσίας της.

Μέσω αυτής της τακτικής, επιχειρεί να διχάσει, να καλλιεργήσει αμφιβολίες και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς, ενώ παράλληλα, προβάλλει τον εαυτό της ως «φυσικό σύμμαχο» με ηθική υπεροχή, εξυπηρετώντας τα γεωπολιτικά και στρατηγικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.

Ως εκτούτου, στην ελληνική δημόσια σφαίρα, μερίδα του πολιτικού κόσμου, αλλά και αναλυτές και σχολιαστές, επιχειρούν να παρουσιάσουν τη Ρωσία ως «θύμα» της Δύσης και τον πόλεμο στην Ουκρανία ως αναπόφευκτη αντίδραση στη «νατοϊκή περικύκλωση».

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτού του αφηγήματος, η Ρωσία προστατεύει τα ιστορικά της εδάφη και τα ζωτικά συμφέροντά της, η εισβολή στην Ουκρανία δεν ήταν εισβολή αλλά «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», η Ουκρανία έχει ήδη ηττηθεί, η Ευρώπη είναι αδύναμη, και η Ελλάδα «αποδυναμώνει την εθνική της άμυνα» υποστηρίζοντας την Ουκρανία.

Παράλληλα, η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός παρουσιάζονται ως «κομπάρσοι», ενώ η χώρα θα έπρεπε, σύμφωνα με το αφήγημα, να ταχθεί ανοιχτά με τη Ρωσία και να περιορίσει τη συνεργασία της με τη Δύση.

Ωστόσο, τα παραπάνω επιχειρήματα στερούνται σοβαρότητας και δεν προάγουν τα εθνικά συμφέροντα.

Συγκεκριμένα, η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας ανεξάρτητου κράτους και του διεθνούς δικαίου, ενώ η επίκληση περί «γενοκτονίας» των ρωσόφωνων δεν τεκμηριώνεται από διεθνείς οργανισμούς.

Επίσης, η επίκληση στις «κοινές αξίες» και την «ορθοδοξία» αποτελεί προπαγανδιστικό μύθο και τυπικό εργαλείο ψυχολογικής επιρροής.

Στην πράξη, η Μόσχα δεν δίστασε να συμμαχήσει στρατηγικά με την Τουρκία του κ. Ερντογάν που απειλεί άμεσα την Ελλάδα.

Αν η Ρωσία ήταν «φυσικός σύμμαχος» της Ελλάδας, δεν θα είχε στηρίξει οικονομικά την Τουρκία για να μην χρεωκοπήσει, δεν θα την εξόπλιζε συνεχώς και δεν θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή του πυρηνικού της εργοστασίου που αποτελεί θανάσιμη εθνική απειλή για την Ελλάδα. Τέλος, δεν θα ανεχόταν τη συνεχή τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και την παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ.

Όπως έχω τονίσει και σε προηγούμενο άρθρο μου, για την Ελλάδα, η στάση που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί μονόδρομο και δεν έχει αποκλειστικά στόχο τη Ρωσία. Οποιαδήποτε χώρα και να ακολουθούσε την ίδια πρακτική, η Ελλάδα θα τηρούσε την ίδια στάση.

Ειδικότερα, η Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον κινείται βάσει αρχών και αξιών και σεβόμενη το διεθνές δίκαιο. Αυτή είναι η πυξίδα της ελληνικής διπλωματίας, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.    

Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία καταδίκασε αυτή την εισβολή, διότι ακυρώνει το διεθνές δίκαιο, υπονομεύει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της Ευρώπης και ολόκληρη τη διεθνή τάξη.

Η Ελλάδα έχοντας μακρά εμπειρία από απειλές στα σύνορά της και βιώνοντας την επεκτατική και αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, καταδίκασε αμέσως τις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας που αντιτίθενται στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία ενός ανεξάρτητου κράτους και έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής χιλιάδων αθώων ανθρώπων.

Η Ελλάδα, ανταποκρινόμενη στο αίτημα της Ουκρανίας, σε συνεννόηση με τους Συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, και επιδεικνύοντας έμπρακτη αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό, παρείχε  σημαντική ανθρωπιστική βοήθεια αποτελούμενη από ιατρικές προμήθειες, υλικά αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό μη επιχειρησιακά αναγκαίο για τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Ασφάλεια της Χώρας.

Αν και της ζητήθηκε, δεν έδωσε τανκς, δεν έδωσε αεροπλάνα F16, αλλά ούτε και αντιαεροπορικά συστήματα. Ο ελάχιστος στρατιωτικός εξοπλισμός που έδωσε είναι μη αναγκαίος και η απόσυρση και  καταστροφή του από τις ένοπλες δυνάμεις θα κόστιζε πολλά εκατομμύρια ευρώ.

Τέλος, θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους πάντες, ότι αν επιτύχει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και νομιμοποιηθεί η βίαιη πρακτική της στη διεθνή κοινότητα, τότε θα μιλάμε για την εδραίωση της επιβολής του δικαίου του ισχυρού. Κάθε χώρα που θα θεωρεί ότι έχει τη δύναμη, θα εισβάλει σε μια άλλη χώρα για να την κατακτήσει και να επιβάλλει τους όρους της, καταλήγοντας σε μια διεθνή κοινότητα «Ζούγκλας».

Η Ελλάδα σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να δεχτεί επίθεση από την Τουρκία, η οποία είναι αναθεωρητική δύναμη, ενεργεί απειλητικά προς την Ελλάδα, επιθυμεί να αλλάξει το νομικό καθεστώς στο Αιγαίο και να επανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αν η Ελλάδα είχε πάρει θέση υπέρ της εισβολής της Ρωσίας που είναι αντίθετη στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και νομιμοποιήσει την αλλαγή συνόρων με βία, πως θα καταδικάσει μια πιθανή εισβολή της Τουρκίας στην Ελλάδα και θα ζητήσει στήριξη από τη Διεθνή Κοινότητα;   

Επίσης, μια τέτοια στάση θα εξέθετε την Ελλάδα διεθνώς, διότι όταν καταγγέλλεις την παράνομη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και υπερασπίζεσαι τη διεθνή νομιμότητα, δεν μπορείς ταυτόχρονα να στηρίζεις έναν άλλο εισβολέα.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν ασκείται «α λα κάρτ», αλλά χαρακτηρίζεται από τη συνεπή στάση της υπέρ της διεθνούς νομιμότητας και κατά κάθε επιθετικής ενέργειας, ανεξαρτήτως ποιος τη διαπράττει.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της Ελλάδας είναι η δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη, με άμεση εκεχειρία, ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία, καθώς και ενεργό συμμετοχή στην ανοικοδόμησή της.

Και προς απάντηση όσων ενδεχομένως προβάλουν το επιχείρημα, ότι η Ελλάδα εφαρμόζει «δύο μέτρα και δύο σταθμά», στηρίζοντας το Ισραήλ ενώ καταδικάζει τη Ρωσία, οφείλω να τονίσω ότι η σύγκριση είναι ατυχής και αβάσιμη.

Η εισβολή στην Ουκρανία συνιστά κατάφωρη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας ανεξάρτητου κράτους και ευθεία ανατροπή του διεθνούς δικαίου, ενώ στην περίπτωση του Ισραήλ πρόκειται για αντιτρομοκρατική εκστρατεία, η οποία αν και συνοδεύεται από ενέργειες που προκαλούν διεθνή ανησυχία, αποτελεί νομικά διαφορετική κατάσταση.

Η στάση της Ελλάδας απέναντι στο Ισραήλ αφορά κυρίως αμυντική συνεργασία και δεν αναιρεί την πάγια θέση της υπέρ της λύσης δύο κρατών και της προστασίας των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Συνεπώς, η στάση της Ελλάδας στο Ουκρανικό δεν είναι επιλεκτική, αλλά θεμελιώνεται σε αρχές που θα ίσχυαν έναντι οποιουδήποτε παραβίαζε τη διεθνή νομιμότητα.

Εν κατακλείδι, μπροστά σε αυτή την πολυσχιδή απειλή, η Ελλάδα οφείλει να μην παραμείνει παθητική και αδρανής, αλλά να ενισχύσει άμεσα την ανθεκτικότητά της σε κάθε επίπεδο απέναντι σε κάθε προσπάθεια εξωτερικής επιρροής.

Η απάντηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε κυβερνητικές δηλώσεις ή διαψεύσεις, αλλά απαιτεί συνολική στρατηγική εθνικής ασφάλειας που συνδυάζει ενημέρωση της κοινής γνώμης, καλλιέργεια κριτικής σκέψης απέναντι στην παραπληροφόρηση και μηχανισμούς ταχείας αντίδρασης σε πληροφοριακές επιθέσεις.

Η θωράκιση της κοινωνίας, η ενίσχυση της στρατηγικής επικοινωνίας του κράτους και η στενή συνεργασία με τους ευρωατλαντικούς εταίρους αποτελούν κρίσιμους πυλώνες για την αποτροπή της ρωσικής επιρροής.

Η Ελλάδα οφείλει να προωθήσει μια ολιστική προσέγγιση, που συνδυάζει θεσμική εγρήγορση, ενημέρωση των πολιτών και συλλογική στρατηγική συνείδηση, ώστε να διασφαλίσει τον σταθερό προσανατολισμό της στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να προστατεύσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και να ενδυναμώσει την κοινωνική της συνοχή απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης.

Συνεπώς, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση δεν είναι μόνο ζήτημα ασφάλειας, αλλά και ζήτημα θεσμικής και εθνικής ευθύνης.

 

 


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

«Blame game: το παιχνίδι των ευθυνών και η μάχη των εντυπώσεων πίσω από την ακύρωση του ραντεβού Μητσοτάκη–Ερντογάν»


          Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος

konmpalo@gmail.com

Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος

Πρώην Γενικός Διευθυντής - Γενικής Διεύθυνσης

Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)

Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)

 

Όπως είναι γνωστό, η προγραμματισμένη συνάντηση Μητσοτάκη –Ερντογάν στη Νέα Υόρκη δεν πραγματοποιήθηκε.

Ωστόσο, αν και το γεγονός δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί μείζον, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε από τις δύο πλευρές ανέδειξε τη διαδικασία του Blame Game (παιχνίδι απόδοσης των ευθυνών), στις διακρατικές και τις διεθνείς σχέσεις γενικότερα.

Κάθε πλευρά έσπευσε να δώσει τη δική της εκδοχή για τα αίτια της ακύρωσης της συνάντησης, επιχειρώντας να μεταθέσει το βάρος της ευθύνης στην αντίπαλη πλευρά.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ουσία δεν βρίσκεται μόνο στο «τι συνέβη» αλλά κυρίως στο «πώς διαχειρίζεται» και «πώς επικοινωνείται» ένα γεγονός.

Διότι στο διπλωματικό πεδίο, όταν κάτι δεν εξελίσσεται όπως είχε σχεδιαστεί, η πρώτη μέριμνα δεν είναι η εξήγηση, αλλά η απόδοση ευθυνών και η διαχείριση των εντυπώσεων, καθώς επηρεάζει και διαμορφώνει τον τρόπο που θα αντιληφθούν το γεγονός τα εσωτερικά και διεθνή ακροατήρια.

Υπό το πλαίσιο αυτό, γίνεται σαφές ότι στη διπλωματία, η μάχη των εντυπώσεων συχνά αποδεικνύεται εξίσου κρίσιμη με τα ίδια τα γεγονότα.

Ειδικότερα, το blame game σε διεθνείς κρίσεις μπορεί να οριστεί ως η στρατηγική διαδικασία κατά την οποία κρατικοί και μη κρατικοί δρώντες αποδίδουν ευθύνες για γεγονότα ή αποτυχίες, με στόχο την πολιτική, διπλωματική ή επικοινωνιακή ενίσχυσή τους.  

Αποτελεί εργαλείο στρατηγικής, για την νομιμοποίηση των αποφάσεων, την αποφυγή εσωτερικών ευθυνών και τη διατήρηση ή αύξηση διεθνούς επιρροής.

Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως μηχανισμός διαμόρφωσης αντιλήψεων (shaping of perceptions), για την ηθική υπευθυνότητα και το πολιτικό κύρος των δρώντων.

Μέσω του blame game, η διαχείριση κρίσεων συνδέεται στενά με την εικόνα και την επικοινωνία, ενώ η στρατηγική χρήση του μπορεί είτε να υπονομεύσει είτε να ενισχύσει τη διεθνή συνεργασία, ανάλογα με το πλαίσιο και την προσέγγιση των εμπλεκόμενων δρώντων.

Εν κατακλείδι, το blame game ως διπλωματική πρακτική δεν αποσκοπεί στην ανάδειξη της αλήθειας, αλλά λειτουργεί ως μέσο πειθούς για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων της εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης, ώστε να εξυπηρετηθούν οι στρατηγικές επιδιώξεις κάθε πλευράς.

Εστιάζοντας στα γεγονότα θα πρέπει να επισημανθεί, ότι από την ελληνική πλευρά, η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη –Ερντογάν παρουσιάστηκε επικοινωνιακά ως απόρροια της τουρκικής στάσης.

Συγκεκριμένα, η ακύρωση της συνάντησης αποδόθηκε κυρίως σε «τεχνικούς λόγους» και σε «ζητήματα προγράμματος», που δεν επέτρεψαν να υπάρξουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί η συνάντηση και λόγω επιγενόμενων συναντήσεων που ήταν εξαιρετικά σημαντικές, όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Υπουργός Εξωτερικών κ.  Γεραπετρίτης.

Επίσης, κυβερνητικές πηγές επισήμαναν ότι η Αθήνα παραμένει σταθερή στην επιλογή του διαλόγου, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν ευθύνεται για τη μη πραγματοποίηση της συνάντησης, αλλά η τουρκική πλευρά που υπαναχώρησε και δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα.

Αυτό το αφήγημα εντάσσεται στην πάγια εθνική στρατηγική που παρουσιάζει την Ελλάδα ως «υπεύθυνη δύναμη» που επιδιώκει τον διάλογο, απέναντι στην αδιαλλαξία και τις μεθοδεύσεις της Άγκυρας σε διπλωματικό και επικοινωνιακό επίπεδο.

Έτσι, το blame game αξιοποιήθηκε τόσο ως μέσο ενίσχυσης της διεθνούς εικόνας της χώρας όσο και ως μέσο διαχείρισης εντυπώσεων και ενίσχυσης της εσωτερικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης αφού εμφανίστηκε να υπερασπίζεται με συνέπεια τα εθνικά συμφέροντα χωρίς να ευθύνεται για διπλωματικές αστοχίες και να αποδέχεται όρους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εθνική της θέση.

Επιπλέον κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα τόνισαν, ότι εάν η Άγκυρα επικαλεστεί αδυναμία πραγματοποίησης της συνάντησης, τότε η στάση της θα καταστεί εμφανώς προσχηματική. Η διατύπωση αυτή είχε στόχο να προληφθεί το τουρκικό αφήγημα και να το πλαισιώσει ως στρατηγική υπεκφυγή.

Στο ίδιο πλαίσιο, οι χειρισμοί της τουρκικής πλευράς ερμηνεύτηκαν από την Αθήνα ως αντανάκλαση της ενόχλησης του προέδρου Ερντογάν για μια σειρά ελληνικών πρωτοβουλιών όπως ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων και η εκδήλωση ενδιαφέροντος της Chevron για έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ.

Η στοχοποίηση της Τουρκίας, μέσω της ανάδειξης αυτών των ζητημάτων, επέτρεψε στην ελληνική πλευρά να συνδέσει την ακύρωση της συνάντησης με τις πάγιες τουρκικές αντιρρήσεις σε ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενισχύοντας το αφήγημα ότι η Άγκυρα χρησιμοποίησε προσχηματικά το blame game για να μεταφέρει τις γεωπολιτικές της αντιρρήσεις στο διπλωματικό πεδίο.

Παράλληλα, η ακύρωση της συνάντησης των δύο ηγετών αποτέλεσε πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της Ελλάδας, αφού τα κόμματα της αντιπολίτευσης αξιοποίησαν το γεγονός για να ασκήσουν έντονη και σε κάποιες περιπτώσεις ακραία κριτική στην κυβέρνηση επιδιώκοντας την αποδόμησή της και την ενίσχυση της αντιπολιτευτικής τους θέσης.

Για του λόγου το αληθές, χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις περί «προχειρότητας», «ερασιτεχνισμού», «ανικανότητας», «διπλωματικής αποτυχίας», «απαξίας της Ελλάδας», «εθνικής ταπείνωσης», «διεθνούς διασυρμού», «τυχοδιωκτισμού» και «περιθωριοποίησης της Ελλάδας».

Μέσω αυτής της στρατηγικής, οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης επικέντρωσαν την κριτική τους στις επικοινωνιακές πτυχές του γεγονότος, αντί στη στρατηγική του πτυχή και τις πραγματικές επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Επίσης, για λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας μετέφεραν το blame game από τη διεθνή σκηνή στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, εγκλωβίζοντας τη δημόσια συζήτηση στη στείρα αντιπαράθεση και τον λαϊκισμό.

Αξίζει να επισημανθεί επίσης, ότι σε αντίστοιχη περίπτωση όπου ο Τούρκος Πρόεδρος κ. Ερντογάν ακύρωσε το ραντεβού του και με την Ιταλίδα Πρωθυπουργό κα. Μελόνι, η ιταλική αντιπολίτευση δεν προέβη σε ανάλογες δηλώσεις ή επικριτικά σχόλια.

Η σύγκριση αυτή, αποδεικνύει ότι η έντονη χρήση του blame game στην εσωτερική πολιτική αποτελεί μια παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, καθώς η μικροπολιτική αντιπαράθεση και ο λαϊκισμός αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τις πραγματικές εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες και υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Στον αντίποδα, η τουρκική πλευρά τόνισε αρχικά, ότι η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν οφείλεται στο «φορτωμένο πρόγραμμα» του κ. Ερντογάν και συγκεκριμένα, στη συμμετοχή του σε συνάντηση ηγετών αραβικών και μουσουλμανικών χωρών που διοργάνωσε εκτάκτως ο κ. Τράμπ και θα διεξάγονταν την ίδια ημέρα και ώρα με την προγραμματισμένη συνάντηση.

Με αυτό τον τρόπο, η τουρκική πλευρά αξιοποίησε το blame game για να παρουσιάσει την ακύρωση ως αναπόφευκτη συνέπεια αντικειμενικών παραμέτρων, διατηρώντας ταυτόχρονα την εικόνα μιας μεθοδικής και διπλωματικά υπεύθυνης ηγεσίας.

Στη συνέχεια, η Τουρκική ηγεσία υποστήριξε ότι η Ελλάδα «έσπευσε να ανακοινώσει» τη συνάντηση πριν υπάρξει κοινή συμφωνία («Greek leak»), επιχειρώντας έτσι να μεταθέσει την ευθύνη στην Αθήνα και να αναδείξει πιθανές παραβιάσεις των κανόνων εμπιστοσύνης και διπλωματικής δεοντολογίας εκ μέρους της.

Επιπλέον, μέσω της έγκυρης φιλοκυβερνητικής τουρκικής εφημερίδας Milliyet, η τουρκική πλευρά άσκησε έντονη κριτική στην Ελλάδα κάνοντας λόγο για «ελληνική αρρώστια», η οποία «υποτροπιάζει» και βλέπει παντού κινδύνους και απειλές για την Ελλάδα από την Τουρκία.

Επίσης, μέσω της ίδιας εφημερίδας επιχειρήθηκε η υποβάθμιση της σημασίας της διμερούς σχέσης της Τουρκίας με την Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι η Τουρκία αυτήν την περίοδο έχει πολύ σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί στη διεθνή σκακιέρα (όπως η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, ο ισραηλινός επεκτατισμός και ο κίνδυνος σύγκρουσης) από την Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ελλάδα και την ελληνική κυβέρνηση που ασχολούνται εμμονικά με την Τουρκία καλλιεργώντας την ένταση στη διμερή τους σχέση.

Στο εσωτερικό επίπεδο, η τουρκική ηγεσία απέφυγε οποιαδήποτε αυτοκριτική ή παραδοχή ευθύνης και επικεντρώθηκε στην προβολή ενός αφηγήματος που αναδείκνυε τη δική της δραστηριότητα και σημασία στις διεθνείς σχέσεις.

Το μήνυμα προς το τουρκικό κοινό στόχευσε στη διατήρηση της εικόνας ισχυρής και αποφασιστικής ηγεσίας, ικανής να διαχειρίζεται πολλαπλά διεθνή γεγονότα ταυτόχρονα, χωρίς να εμφανίζεται «υποχωρητική» ή «υποχρεωμένη» να προσαρμοστεί σε άλλες πρωτοβουλίες.

Αξιοσημείωτο επίσης, είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, η τουρκική αντιπολίτευση δεν άσκησε καμία ουσιαστική κριτική στον πρόεδρο Ερντογάν για την ακύρωση της συνάντησης και απέφυγε να εργαλειοποιήσει επικοινωνιακά το ζήτημα.

Εν κατακλείδι, η Τουρκία μέσω του blame game προσπάθησε να μετατοπίσει το κέντρο βάρους από πιθανές πολιτικές ευθύνες σε εξωτερικές συνθήκες, παρουσιάζοντας την ακύρωση ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα αντικειμενικών παραγόντων και όχι ως προϊόν διαπραγματευτικής αδυναμίας ή στρατηγικής επιλογής.

Επίσης, προσπάθησε να αποδόσει την ευθύνη για την ακύρωση της συνάντησης στην Ελλάδα επιδιώκοντας να προστατεύσει τόσο τη διεθνή εικόνα της χώρας όσο και το κύρος του Προέδρου Ερντογάν, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η Τουρκία παραμένει ισχυρός και αξιόπιστος δρώντας στην παγκόσμια σκηνή.

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν ανέδειξε σε πολλαπλά επίπεδα τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος όπως:

v την έλλειψη εθνικής κουλτούρας και ομοψυχίας,

v την εργαλειοποίηση κρίσιμων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και επιδίωξης κομματικού οφέλους, με αποτέλεσμα τη διάσπαση της εθνικής ενότητας και την αποδυνάμωση της αξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό,

v την προσέγγιση των εθνικών θεμάτων με όρους επικοινωνιακού τακτικισμού που συχνά συνοδεύεται από επιχειρήσεις προπαγάνδας, παραπληροφόρησης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης με απώτερο στόχο την απόσπαση της προσοχής από την ουσία των ζητημάτων, την υπονόμευση της δημόσιας εμπιστοσύνης προς αυτούς που χαράσσουν και υλοποιούν την εξωτερική πολιτική της χώρας, την αποδόμηση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας και την εξασθένιση της διαπραγματευτικής ισχύος της χώρας στο εξωτερικό και

v την τάση εγκλωβισμού στο blame game και την στείρα πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της χώρας. 

Η ανάδειξη αυτών των παθογενειών δεν αποσκοπεί στη μονομερή απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος, αλλά στην καλλιέργεια μιας αναγκαίας κουλτούρας αυτοκριτικής και θεσμικής ωριμότητας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της εθνικής στρατηγικής και της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας.

Υπό το πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της εθνικής ανθεκτικότητας μέσω στοχευμένης στρατηγικής επικοινωνίας που θα αποτελεί μέρος της εθνικής στρατηγικής και η οποία, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να υπερβεί τις παγίδες του blame game, να διασφαλίσει τη διεθνή αξιοπιστία της και να προστατεύσει την διεθνή της εικόνα.

Συνεπώς, απαιτείται κατανόηση του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, αποτελεσματική διαχείριση της πληροφορίας σε καταστάσεις εθνικών κρίσεων, αποφυγή της επικοινωνιακής υπερβολής και περιορισμός της μικροπολιτικής εργαλειοποίησης των εθνικών ζητημάτων.

Η χώρα σε καταστάσεις εθνικών κρίσεων πρέπει να ελέγχει το εθνικό αφήγημα, ώστε να αποφεύγονται οι σπασμωδικές αντιδράσεις και κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής να μετατρέπεται σε επικοινωνιακή αντιπαράθεση.

Αν κατορθώσει να ελέγξει το αφήγημα θα μπορέσει:

v να διαμορφώσει τον τρόπο που οι εμπλεκόμενοι σε μια κρίση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η κοινή γνώμη θα κατανοήσουν και ερμηνεύσουν τα δεδομένα της κρίσης,

v να κατευθύνει την ερμηνεία των κρίσιμων εξελίξεων της κρίσης,

v να μετριάσει τις αρνητικές ερμηνείες γεγονότων και αντιδράσεις που μπορεί να πλήξουν την εικόνα και αξιοπιστία της και

v να παρουσιάσει τις αποφάσεις της ως ορθολογικές, δίκαιες και σύμφωνες με τους εθνικούς στρατηγικούς στόχους, ενισχύοντας την εσωτερική και διεθνή νομιμοποίησή της.

Κοντολογίς, η διαμόρφωση και ο έλεγχος του αφηγήματος σε διεθνές επίπεδο θα προσφέρει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα, αφού θα εξασφαλίσει την εσωτερική και διεθνή νομιμοποίηση και αξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας της, θα ενισχύσει την εικόνα της ως σοβαρού, αξιόπιστου και θεσμικά υπεύθυνου κράτους και θα την απεγκλωβίσει από την αντιπαράθεση και τη μάχη εντυπώσεων που επιδιώκει να ορίσει η άλλη πλευρά (Τουρκία).

Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται αναγκαία η θεσμική πρόνοια για την ανάπτυξη ενιαίας στρατηγικής επικοινωνίας σε περιόδους κρίσεων, μέσα από ένα συντονισμένο διυπουργικό όργανο υπό την αιγίδα του ΚΥΣΕΑ, ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή του εθνικού αφηγήματος και να ενισχύεται η διεθνής αξιοπιστία της χώρας.

Μια τέτοια στρατηγική επικοινωνίας οφείλει να είναι υπεράνω μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και να στηρίζεται σε διακομματική συναίνεση, καθώς η εθνική αξιοπιστία και το κύρος της χώρας στο διεθνές πεδίο δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής αντιπαράθεσης.

Η θεσμοθέτηση ενιαίας στρατηγικής επικοινωνίας σε κρίσεις δεν αρκεί όμως από μόνη της. Απαιτείται εκπαίδευση και κατάρτιση των εμπλεκόμενων στελεχών σε σχέση με τη διπλωματία, τη διαχείριση πληροφοριών και τη δημόσια επικοινωνία, ώστε να μπορούν να υλοποιούν το εθνικό αφήγημα με συνέπεια και αξιοπιστία.

Παράλληλα, η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από διεθνή πρότυπα και πρακτικές, από κράτη με θεσμοποιημένους μηχανισμούς επικοινωνίας που διασφαλίζουν συνοχή, ψυχραιμία και στρατηγικό έλεγχο σε περιόδους κρίσεων, προστατεύοντας έτσι τόσο την εσωτερική νομιμοποίηση όσο και την εικόνα τους διεθνώς.

Συμπερασματικά, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι η ακύρωση ενός ραντεβού, αλλά η ικανότητα της Ελλάδας να ελέγχει το δικό της αφήγημα, να υπερβαίνει τις παγίδες του blame game και να εφαρμόζει στρατηγική επικοινωνία που ενισχύει την αξιοπιστία και την εικόνα της διεθνώς.

Στην παγκόσμια σκηνή, αυτό που μένει δεν είναι μόνο η αλήθεια των γεγονότων, αλλά η αντίληψη που καταφέρνουμε να διαμορφώσουμε για αυτά, μέσα από ψύχραιμη, θεσμική και εθνικά υπεύθυνη στρατηγική επικοινωνία.