Σαν σήμερα οι Έλληνες είπαν το μεγάλο “ΟΧΙ” και έγραψαν ιστορία. Ιστορία που έμεινε γραμμένη στις ένδοξες σελίδες του τόπου ως το “Έπος”, λόγω της μάχης που έδιναν σαν “λιοντάρια”, όπως γράφουν οι ιστορικοί, οι στρατιώτες στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και όχι μόνο. Τι θα συνέβαινε όμως αν ο Ιωάννης Μεταξάς δεν είχε απαντήσει “ΟΧΙ” στο ιταλικό τελεσίγραφο που του επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και είχε πει “ναι”;
Οι συνέπειες θα ήταν μεγάλες για τη χώρα και το βέβαιο είναι, όπως εκτιμάται, πώς η Ελλάδα θα είχε απολέσει μέρος των εδαφών της. Μετά το “ΟΧΙ” του Μεταξά οι Έλληνες έγιναν μία γροθιά και πολέμησαν, όπως ορκίστηκαν ¨μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος τους”.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τις μάχες τις μεραρχίες Ηπείρου που με διοικητή τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο δεν εγκατέλειψε την προωθημένη αμυντική γραμμή και αγωνίσθηκε μέχρι τέλους για να μην παραχωρήσει σπιθαμή εθνικού εδάφους; Το απόσπασμα του συνταγματάρχη Δαβάκη που αμυνόμενο σθεναρά με λίγους στρατιώτες, με πενιχρά μέσα αλλά με μεγάλη αυτοθυσία, απέκρουσε τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του εχθρού και έδωσε πολύτιμο χρόνο στον Ελληνικό στρατό να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί καταδιώκοντας τους εισβολείς εκείθεν των Αλβανικών συνόρων, στα ιστορικά χώματα της Βορείου Ηπείρου;
Τα κατορθώματα των Ελλήνων αμέτρητα στο “Έπος του '40”. Όπως είπαμε και στην αρχή όμως τι θα γινόταν αν ο Ιωάννης Μεταξάς είχε πει «ναι»;. Μια απάντηση έδωσε ο ακαδημαϊκός και ιστορικός, Μιλτιάδης Χατζόπουλος, στην ομιλία του στην πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940 με τίτλο «Τρία ελληνικά "ΟΧΙ" και οι συνέπειές τους: Ένας απολογισμός».
Σύμφωνα με τον κ. Χατζόπουλο το πρώτο από τα «τρία ελληνικά όχι», είναι του βασιλιά των Μακεδόνων, Περσέα, όταν τον Απρίλιο του 171 π. Χ. πληροφορήθηκε από τους απεσταλμένους του που επέστρεψαν από τη Ρώμη ότι «η απόφαση για την κήρυξη του πολέμου ήταν ουσιαστικά ήδη ειλημμένη από τη Σύγκλητο και τα προσχήματα είχαν ήδη επινοηθεί».
Τρία χρόνια και λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Ιουνίου του 168 π. Χ., οι Μακεδόνες ηττήθηκαν στη Μάχη της Πύδνας, η οποία έχει αναγνωρισθεί ως κομβικό συμβάν «που επισφράγισε την κοσμοκρατορία των Ρωμαίων και την οριστική απώλεια ελευθερίας της Ελλάδος», όπως ανέφερε.
Το δεύτερο «όχι» ήρθε 16 αιώνες αργότερα. Είναι του Ιωάννη Παλαιολόγου ΙΑ΄ προς τον εκπρόσωπο του Μωάμεθ Β΄, ο οποίος έστειλε τελεσίγραφο, προτείνοντας την αποχώρηση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των αρχόντων του, αφήνοντας πίσω τον λαό «σώο και αβλαβή», ειδάλλως η τύχη που τους περίμενε ήταν θάνατος και αιχμαλωσία.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο βασιλιάς με τους ελάχιστους συμπολεμιστές του θυσιάστηκε, «συνέβη δε αυτό τούτο που ο Μωάμεθ προανήγγειλε: ο βασιλεύς και οι μετ' αυτού άρχοντες απώλεσαν την ζωή και τα υπάρχοντά τους οι δε απλοί κάτοικοι της βασιλεύουσας αιχμαλωτίσθηκαν και διασκορπίσθηκαν σ' όλη τη γη», όπως τόνισε ο ομιλητής.
«Ήταν δυνατόν να μην ήξερε τα παραπάνω ο Ι. Μεταξάς, ένας άνθρωπος με αξιόλογη ιστορική παιδεία, διόλου αστόχαστος ή με τυχοδιωκτικές τάσεις; Όχι», θεωρεί ο κ. Χατζόπουλος, μιλώντας για μια απόφαση που οδήγησε στα γνωστά, επώδυνα, αποτελέσματα: «Περί τους 335.000 νεκρούς ή 4,5% του πληθυσμού, αρπαγές και δημεύσεις περιουσιών, ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή υποδομών στο υλικό πεδίο που υπολογίζεται 7.000.000.000 δολάρια προ του 1938, στα οποία θα πρέπει να προστεθεί το αναγκαστικό δάνειο ύψους 3.500.000.000 δολάρια , που με τους τόκους συμποσούνται σήμερα σε 500.000.000.000 δολάρια». Επιπλέον, σε βαρύτατες επιπτώσεις σε ηθικό επίπεδο, αλλά και σε βαριές απώλειες που ακολούθησαν με τον εμφύλιο πόλεμο.
Τι θα είχε συμβεί, όμως, αν είχε πει το «ναι»; «Η σύμπραξη και υποταγή στον 'Αξονα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δηλαδή νίκης των Γερμανών και των συμμάχων τους, θα άφηνε την Ελλάδα όχι μόνον υπόδουλη, αλλά και ακρωτηριασμένη και ατιμασμένη από την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Ηπείρου και της Θράκης σε ξένους ζυγούς.
Σε περίπτωση νίκης της Βρετανίας και των συμμάχων της δεν θα ήταν μόνο ατιμασμένη, αλλά θα διακινδύνευε και άλλους ακρωτηριασμούς προς όφελος είτε της Νοτιοσλαβίας, που διεκδικούσε κατά καιρούς τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και της οποίας η νόμιμη κυβέρνηση είχε καταφύγει στο Λονδίνο, είτε και της Τουρκίας, η οποία παρέμενε ουδέτερη και θα διεκδικούσε ενδεχομένως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Πέρα όμως από την αποτροπή των κινδύνων αυτών και από το πολύ απτό όφελος της προσαρτήσεως των Δωδεκανήσων, που είχε ορθά προβλέψει ο Μεταξάς, από τη νουνεχή επιλογή της Ελλάδος προέκυψε ένα τεράστιο ηθικό όφελος, που γίνεται κατανοητό μόλις συγκριθεί με την ηθική ζημία που υπέστη η Γαλλία από την αντίθετη επιλογή», σημείωσε ο ακαδημαϊκός, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στη γαλλική περίπτωση.
«Αντίθετα οι Έλληνες κατά την ίδια περίοδο, επιδόθηκαν στην ανασυγκρότηση της πατρίδας τους με την αυτοπεποίθηση και την υπερηφάνεια που τους ενέπνεε το “ΟΧΙ” του 1940, κοινό επίτευγμα σύσσωμου του έθνους, που απέπλυνε την ήττα του 1922. Η μοιραία 21η Απριλίου, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η στρεβλή μεταπολίτευση δεν επέτρεψαν στην αυτοπεποίθηση αυτή να μακροημερεύσει και επέφεραν νέους διχασμούς, δυστυχώς».
Και αυτά γιατί το “ΟΧΙ” πρέπει να ακολουθείται από διηνεκή άσκηση συνετής πολιτικής. Είναι αυτό που λένε πώς δεν θέλει μόνον τόλμη, αλλά και αρετή, πολιτική αρετή. Κάτι που μπορεί να είχε ο Ιωάννης Μεταξάς, αλλά όχι άλλοι πολιτικοί στην Ελλάδα. Πριν από μερικούς μήνες οι Έλληνες είπαν ένα “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα, αλλά, αυτό έγινε στη συνέχεια “ναι” γιατί ακριβώς δεν υπήρχε η πολιτική αρετή.
Όσον αφορά στο “ Έπος του '40” παραθέτουμε στη συνέχεια αρκετές φωτογραφίες από το αρχείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθ' ότι μία φωτογραφία ισούται με 1.000 λέξεις: